Δρόμοι και μονοπάτια

23/12/2021 - 11:30

Λιθόστρωτος ο δρόμος, στενός, με δυσκολία περνάει ένα επιβατηγό αυτοκίνητο. Έχει νυχτώσει και οι δυο στύλοι του ηλεκτρικού φωτίζουν με θαμπό φως τα κλαδιά του πλάτανου, το καλντερίμι. Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά, έξω ψυχή ζώσα. Το χωριό ερημώνει τέτοια ώρα, χειμωνιάτικο. Δεν ακούγεται ψυχή. Μόνο κανένα πουλί που κούρνιασε ξέμπαρκο στα κλαδιά του πλάτανου.  

Χρόνια απέναντι από τον περίβολο της παλιάς εκκλησίας του Άη Νικόλα έφεγγε το φως του γραφείου μου. Διάβαζα πάντα με κουφωμένο το παντζούρι, για να μη με συναντούν τα βλέμματα των ελάχιστων περαστικών που γύριζαν λίγο νωρίτερα από το καφενείο. Εκείνοι πάλι ήξεραν ότι διάβαζα, χωρίς να με έχουν δει για μήνες. Άναβε το φως πολύ περισσότερο από όσο έκριναν φυσιολογικό για ένα εφηβικό δωμάτιο.  

Χωμένη στα βιβλία και στα τετράδια με συντρόφευαν τα βήματα των ελάχιστων περαστικών τα χειμωνιάτικα βράδια: Ήξερα, χωρίς να βλέπω, ποιος διαβαίνει το δρομάκι: τους αναγνώριζα από τους ήχους της πατημασιάς τους: βαρύ και ασήκωτο το βήμα ενός ξενόφερτου εργάτη, αργό, λέγανε ότι τα έτσουζε, ίσως γι’ αυτό και ψευτομουρμούριζε μελωδίες σε μια άγνωστη γλώσσα. Ήρεμο και ρυθμικό του ψάλτη της εκκλησίας. Σταθερό και σίγουρο του δάσκαλου. Ταχύ και ελαφρύ του υπάλληλου της τράπεζας. Συρτό, με καθυστέρηση, βοηθούμενο τα τελευταία χρόνια από το μπαστούνι το βήμα του πατέρα μου. Τριποδιστό και επιπόλαιο το περπάτημα ενός επιπόλαιου φλερτ. Στα ακροδάχτυλα τα βήματα του εφηβικού μου έρωτα, για να αφήσει τα ραβασάκια του στην ακριανή σιδεριά του αυλότοιχου. Ανάλαφρο και ανήκουστο το βήμα ενός μεγάλου έρωτα. Λες και περπατούσε αερικό. Νόμιζα ότι δεν ήξερε πού έπεφτε το πατρικό μου! Ήξερε. Χτυπούσε συνθηματικά με το κλειδί του αυτοκινήτου τη σιδερένια εξώπορτα: «Δεσποινίς, καθυστερούμε». Τσάτιζε αφάνταστα τη μάνα μου: «Δεν φέρονται έτσι οι μορφωμένοι άνθρωποι» γκρίνιαζε, καθώς έκλεινα πίσω μου με δύναμη τη βαριά πόρτα του σπιτιού.  

Όλους και όλα τα κατάπινε η νύχτα: αργά το βράδυ, λίγο πριν τα βλέφαρά μου κλείσουν, ξεκούραζα το βλέμμα μου στη χαραμάδα του παντζουριού. Ευλογημένη ησυχία που διέκοπταν σποραδικά νιαουρίσματα, μακρινοί ήχοι από λάστιχα αυτοκινήτου στον κεντρικό δρόμο, άντε και κανένα κρώξιμο από τον πλάτανο. Σπανίως κάποιος μεθυσμένος (και πού να κατάφερε να μεθύσει, αφού το χωριό κατέβαζε ρολά από νωρίς;) διέκοπτε την σιγαλιά της νύχτας. Άλλοτε πάλι παρέες νεοδιόριστων δημοσίων υπαλλήλων περνούσαν φασαριόζικα το δρομάκι, με κατεύθυνση τα γειτονικά ενοικιαζόμενα: καθηγητές, αγροτικοί γιατροί, υπάλληλοι της ΔΕΗ, στρατιωτικοί, ό,τι μπορείς να φανταστείς! Η μάνα μου τους θαύμαζε, μου έφερνε συχνά - πυκνά την κουβέντα σ’ αυτούς, γιατί «είχαν εξασφαλίζει τη ζωή τους, είχαν μισθό», το τόνιζε το τελευταίο και κοίταζε με νόημα το γραφείο μου, φορτωμένο από βιβλία. Μέσα στη νύχτα της εφηβείας δεν υπήρχε η ανεργία, η οικονομική κρίση, το ρουσφέτι το ξέραμε αλλά επίσης σκόπιμα δεν το συζητούσαμε, δε συνέφερε στον οικογενειακό προγραμματισμό. Άλλοτε πάλι παράνομα ζευγαράκια γέμιζαν την ατμόσφαιρα με όρκους αιώνιας αγάπης και παγωμένα φιλιά. «Δεν είδες τίποτα, μη σου ξεφύγει λέξη» ήταν ρητή η απαγόρευση. «Ο κόσμος κάνει ό, τι αισθάνεται». Αρκούσε να μην αισθανόμουν τέτοια εγώ. Για τους άλλους υπήρχε τεράστια κατανόηση. Και ελαφρυντικά.  

Πέρασαν τα χρόνια. Τα λιγοστά φώτα στα σπίτια έσβησαν. Οι άνθρωποι μετανάστευσαν στις πόλεις ή ταξίδεψαν στο μεγάλο τους ταξίδι. Κάθε βράδυ νυχτώνει και κάθε χρόνο χειμωνιάζει. Το ηλεκτρικό πέφτει πάνω στον κορμό του πλάτανου πάντα, φωτίζει γωνιές του δρόμου, συνοδεύει τις σκιές των λιγοστών περαστικών. Έπεσε πριν λίγες μέρες το βλέμμα μου σε μια φωτογραφία από τη γειτονιά στη χειμωνιάτικη νύχτα. Κάποιοι την είχαν στολίσει για τα Χριστούγεννα. Καλή ιδέα, δεν λέω, στα δικά μου μάτια όμως, τα πραγματικά της στολίδια είναι οι αναμνήσεις, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, οι στιγμές. Χωρίς στολίδια τη βλέπω, πάντα τόσο όμορφη, ώστε δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω. 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey