Άξιος εστί

09/09/2021 - 12:46

«Κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί - φιλί σου»: Το τραγουδούσε κάθε πρωί, ενώ ξυριζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου. «Είσαι φάλτσος» σχολίαζε, έβραζε τον καφέ στο μάτι της κουζίνας και η ατμόσφαιρα γέμιζε ευωδιές. «Έλα να το πάμε μαζί: Ποτάμι μέσα μου βαθύ το αίμα της πληγής σου». Γύριζε σε μένα: «Τραγούδα κι εσύ». Δεν ήξερα τους στίχους. Πάσχιζα μάταια να τους μάθω.

Έτσι μπήκε από την παιδική ηλικία η μουσική του Μίκη στη ζωή μου. Με τον πιο φυσικό και αυθόρμητο τρόπο. Ήταν και μια κασέτα σε σχήμα παραλληλόγραμμου στο αυτοκίνητο: «Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα που ‘χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά». Την ακούγαμε σε κάθε διαδρομή από το χωριό στην πρωτεύουσα. Στην ίδια στροφή, η ίδια απορία: «Τι θα πει «κυπαρισσόπουλα»; Άρχιζαν να εξηγούν. «Και τι θα πει το τραγούδι;» Μου απαντούσαν. Δεν καταλάβαινα.

Στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας Θεοδωράκη ακούγαμε μεσοπέλαγα: Εκείνος και εγώ. Σε μια βάρκα, με την οποία πηγαίναμε δήθεν για ψάρεμα. Στην πραγματικότητα μου έκανε πολιτική κατήχηση όσο ψάρευε και ποτέ δεν έπιανε τίποτα. Θυμάμαι σκόρπιες ατάκες που είχαμε συμφωνία να μην αποκαλύπτω ούτε στη μάνα μου. «Με τόσα φύλλα σου γνέφει  ο ήλιος καλημέρα» ακουγόταν από το SANYO φορητό κασετόφωνο, μακριά από τον κόσμο, ανάμεσα στα δελφίνια και στα νησιά έξω από την Πέτρα.

Όταν μεγάλωσα λίγο και ξεκίνησα χορό, έμαθα και το συρτάκι του. «Ταράμ» οι πρώτες νότες και συνειρμικά στο μυαλό τριγύριζε η Ακρόπολη, σουβλάκι, χωριάτικη, τσολιαδάκια σουβενίρ και οι αφίσες για τον τουρισμό του ΕΟΤ». Δεν μου άρεσε. Και ας μας έλεγαν ότι ήταν παγκόσμιο.

Η μουσική του Μίκη τρύπωσε στα διαβάσματά μου για τα καλά, χάρη σε έναν γοητευτικό φιλόλογο που είχε την έμπνευση να συνοδεύει την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου με τη μελοποιημένη εκδοχή της. Έτσι «διψάσαμε το μεσημέρι στο περιγιάλι το κρυφό», «της αγάπης αίματα μας πορφύρωσαν», ευχηθήκαμε «Να ‘χαμε τ’ αθάνατο νερό», με δυο λόγια αποστηθίσαμε σπουδαία ποίηση, σιγομουρμουρίζοντας μελωδίες. Ο κόσμος είναι απλός.

Ήρθαν οι πρώτες θέρμες από τους εφηβικούς έρωτες και η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ» έντυσε μουσικά τα πρώτα σκιρτήματα και τις «μεγάλες» αγάπες. Φοιτητές ανακαλύψαμε το Σέρπικο, το «Άξιον Εστί», «Τη γειτονιά των αγγέλων», «Την όμορφη πόλη», τους «Λιποτάκτες», «τη μπαλάντα του Μαουτχάουζεν».

Στον πρώτο διορισμό ο Μίκης σιγομουρμούριζε «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες» από τα μεγάφωνα των ρεμπετάδικων της Λήμνου και όλη η παρέα των τριαντάρηδων, νεοδιόριστων καθηγητών, μακριά από τον τόπο που καθένας μας ονόμαζε πατρίδα, χόρευε το τραγούδι «της ξενιτιάς».

Ο Μίκης ήταν καλλιτέχνης. Εκεί διέπρεψε. Ήθελε να δηλώνει  ον πολιτικό. «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς».  Ο Μίκης της εξορίας. Ο Μίκης υπουργός σε φιλελεύθερη κυβέρνηση. Ο Μίκης ο αριστερός. Ο Μίκης των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία. «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες». Δε σώπασε, όταν έπρεπε. Δεν άφησε το έργο του να μιλήσει για κείνον.

Όταν δούλευα στο Δεύτερο Πρόγραμμα της τότε Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο Μίκης ήταν  μυθικό σχεδόν πρόσωπο. Ο αείμνηστος Πάνος Γεραμάνης αποκαλούσε «έργα» τους δίσκους του. Η μουσική του Θεοδωράκη ήταν διαχρονική για τους μουσικούς παραγωγούς του δημόσιου ραδιοφώνου. Τα τραγούδια του δεν έμπαιναν σε τυχαία σειρά στις λίστες. Είχε σημασία τι προηγούνταν και τι ακολουθούσε. Είχε σημασία το ύφος και το ήθος της ακρόασης.

Είναι έτσι και για τον μέσο Έλληνα; Νομίζω ναι, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί. Η μουσική του μπήκε στις ζωές μας, μέσα από δυνατές μεταμορφωτικές εμπειρίες, εθνικές και προσωπικές. Μπήκε με τρόπο αυθόρμητο και φυσικό, όπως ριζώνει η αληθινή παιδεία στο πνεύμα και στις ψυχές των ανθρώπων. Με τον τρόπο της, μας επηρέασε, μας μόρφωσε, μας προσδιόρισε. Τον αγαπήσαμε και τον συγχωρήσαμε μέσα από αυτή. Ας αναπαυθεί ειρηνικά η ψυχή του!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey