
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Πέρα, μακριά απ’ το γαλαξία, αντιφέγγιζε κιτρινισμένη μια φέτα, που είχε απομείνει απ’ το περήφανο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, και πάσκιζε με λεονταρισμούς να φανεί δυνατό μπρος τον πυρωμένο δίσκο που τσουρούφλιζε, κατάκαιγε κι άνοιγε πόρο ηφαιστειακό στο γαληνεμένο πέλαγος για να χωθεί αργά και μεγαλόπρεπος ο στρατηλάτης του σύμπαντος.
Πέρα, μακριά απ’ το γαλαξία, αντιφέγγιζε κιτρινισμένη μια φέτα, που είχε απομείνει απ’ το περήφανο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, και πάσκιζε με λεονταρισμούς να φανεί δυνατό μπρος τον πυρωμένο δίσκο που τσουρούφλιζε, κατάκαιγε κι άνοιγε πόρο ηφαιστειακό στο γαληνεμένο πέλαγος για να χωθεί αργά και μεγαλόπρεπος ο στρατηλάτης του σύμπαντος.
Κι έβλεπα σαΐτες πολύχρωμες, ένιωθα σπαθιές στα σπλάχνα κι άκουγα το βουητό της παρθένας φύσης την ώρα που ξεχύνονταν καινούργια αρώματα της βρεμένης γης κι όλα ήτανε σε οργασμό, έτοιμα ν’ ανοίξουν της νύχτας το μαγεμένο παραθύρι.
Νοτισμένη η ατμόσφαιρα κι η ζέστη κολλούσε τα λιγοστά ρούχα στη σάρκα. Τα φύλλα στον ευκάλυπτο κοκαλωμένα κι αντάμα τις κορφές απ’ τα καλάμια απέναντι, στήνανε πένθιμη λιτανεία στο κοιμισμένο θεριό του Αίολου.
Τράβαγε από δεξιά η Ανδρομάχη τη ψαράδικη κλωστή και κάθε τρεις οργιές ερχόταν κι ένα παράμαλλο ίσαμε ένα μέτρο μάκρος. Αρμάτωνα τ’ αγκίστρια με τις γαρίδες κι υστερνά τα κρέμαγα σαν ακριβά σκουλαρίκια στο φελλό, ολόγυρα το πλεχτό πανέρι.
- Χαμένος κόπος, μουρμούρισα.
- Δε φυσά έ;
- Δε φεύγει με μπουνάτσα.
- Τώρα;
- Βλέπουμε.
Τελέψανε, καμιά κατοστή όλα κι όλα τα αγκίστρια, περιμέναμε λίγο, σηκωθήκαμε, βάλαμε πλαστικές παντόφλες, ένα κοκαλωμένο από την αρμύρα τζιν, ξεθωριασμένο καπέλο, και με σβηστό το μικρό λουξ ξεκινήσαμε άκεφοι.
Ως περνούσαμε μπροστά τα καλάμια, ένα ανάλαφρο θρόισμα ακούστηκε. Στράφηκα, είδα τη λιτανεία να λοξοδρομεί. Κι ένα απαλό αεράκι άρχισε να γαργαλάει τα γυμνά μας χέρια και πρόσωπα. Κοιταχτήκαμε χαρούμενοι, και ταχύναμε το βήμα. Ίσα που σκοτείνιαζε, περπατούσαμε στις κροκάλες, εδώ, απέναντι στου Κόρακα το ακρωτήρι.
Το θρόισμα γίνηκε αεράκι.
- Τρέξε· τη βάρκα, είπα προστακτικά.
- Το λουξ;
- Όχι ακόμα. Θέλει προσοχή μη μας πάρουν είδηση και φύγουνε. Ο άνεμος, ναι, είναι στεριανός μα ακόμα καχεχτικός.
Κι η Ανδρομάχη, πότε στα βράχια και πότε στις κροκάλες, έτρεχε σαν αγριμάκι. Στραβοπάτησε μια - δυο, έπεσε, σηκώθηκε, πόλεμο βλέπεις είχαμε, δεν επιτρέπονται απώλειες, τελικά τα κατάφερε έριξε τη «βάρκα», που ήταν δυο σανίδες με φελά ολόγυρα και δυο ορθά πηχάκια αντί για άλμπουρα στις άκρες.
Κρατούσα γερά το πανέρι, έδεσα την ορμιά στο μικρό γάντζο κι η Ανδρομάχη, άξια του ονόματος που της δώκαμε, τέντωσε μαστορικάτα το πλαστικό πανί στα δυο πηχάκια κι άφησε την πρωτόγονη αυτοσχέδια σανίδα να πάρει το σωστό δρόμο στα αφρισμένα κύματα που αρχίσανε να φαίνονται δειλά. Ευθύς, γύρισε κι έπιασε πόστο δίπλα μου. Στα σκοτεινά, ξεκρεμούσε τα «σκουλαρίκια» και τα αφήναμε σιγανά ως προχωρούσε η «βάρκα» να φεύγουν προς τα μέσα.
Άστατος έδειχνε τώρα ο καιρός, μια φυσούσε δυνατά μια σταματούσε, και τα δολωμένα αγκίστρια αρμενίζανε.
Ο αγέρας είχε πια σταθεροποιηθεί κι ελπίζαμε σε καλή ψαριά.
Προτού φύγουν όμως όλα, ένα απότομο τέντωμα της «μάνας» λίγο έλειψε να πάρει σβάρνα τα πάντα. Και μια τρέμουλα αρχίνησε που έτσουζε, μάτωνε τα δάχτυλά μου.
- Το φως! Γρήγορα! βρυχήθηκα κι είδα την Ανδρομάχη αυτοστιγμεί να ανάβει το λουξ, ενώ η ορμιά είχε σκίσει τη χούφτα μου και με δυσκολία την κρατούσα. Το αίμα έτρεχε κι η τρεμούλα έφτανε ως τα δάχτυλα των ποδιών μου.
Άξαφνα, μπροστά μας, πετάχτηκε απ’ το νερό ίσαμε δυο μέτρα μια αρμαθιά μελανούρια μισό κιλό το καθένα. Παρέα παγαίνανε, αρπάξανε τα δολώματα, μου φέρανε χαιρετίσματα πελαγίσια.
Μέχρι να τα βγάλω απ’ τα αγκίστρια, έντρομος αντιλήφτηκα το πανέρι με όλο το υπόλοιπο παραγάδι να ταξιδεύει.
Χωρίς να έχω περιθώρια σκέψης, χύθηκα σαν τερματοφύλακας, το άρπαξα κι ένιωσα πάλι τραντάγματα και τραβήγματα, ενώ μια γυαλάδα ξεχώρισε στη θάλασσα. Έτρεξε κι η Ανδρομάχη, βοήθησε και καθώς τραβούσαμε φάνηκε ένα μεγάλο κεφάλι, και σιγουρευτήκαμε πως ναι, ήταν ρουφός που είχε στήσει καυγά με τα μελανούρια και κατάπιε μαζωμένα δυο αγκίστρια.
Ήτανε δυνατός, συνέχισαν να ματώνουν οι χούφτες μου, μα ακίνδυνος έφτασε στις κροκάλες χαλαρωμένος.
Ώρες πολλές βάστηξε τούτη η ψαρομάζωξη κι όταν στράφηκα από την άλλη μεριά, πέρα, προς τις κρητικές μαδάρες, τεράστιος, πλατινένιος δίσκος ξεπρόβαινε απ’ τις κορφές ο «Ηλιάτορας».
Ευτυχισμένοι φύγαμε για λίγο πρωινό ύπνο.
Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.