Η κληρονομιά της Χούντας

17/06/2015 - 15:58

Η επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου του 1967 δεν προκάλεσε μόνο εθνικές συμφορές και θύματα, κατά τη διάρκεια της εφτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας από τους παρανοϊκούς «εθνοσωτήρες».

Η επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου του 1967 δεν προκάλεσε μόνο εθνικές συμφορές και θύματα, κατά τη διάρκεια της εφτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας από τους παρανοϊκούς «εθνοσωτήρες».

Αυτό που δεν έχει καταδειχθεί επαρκώς μέχρι σήμερα είναι τα «σύνδρομα» της χούντας, τα οποία επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά το δημόσιο βίο της χώρας, 40 χρόνια μετά την κατάρρευση της χούντας και την εγκαθίδρυση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας.

Η διάβρωση του κράτους και των βασικών θεσμών του την περίοδο της δικτατορίας από τους εγκαθέτους του δικτατορικού καθεστώτος, η καχυποψία και η εχθρότητα που κυριάρχησαν στις σχέσεις των πολιτών με το κράτος, δεν εξέλιπαν εντελώς· συνέχισαν να τροφοδοτούν την αντίθεση και την «αντίσταση» ενός τμήματος της κοινωνίας μας -κυρίως της νεολαίας- προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς του κράτους.

Παρά τον εκδημοκρατισμό που επιτεύχθηκε στο στρατό, στα σώματα Ασφαλείας, στη Δικαιοσύνη, στην Εκκλησία, στην Εκπαίδευση, στα Μ.Μ.Ε, στη λειτουργία των κομμάτων και την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων αμφισβητεί τη δημοκρατική λειτουργία τους και το ρόλο τους αναφορικά με την τήρηση των αρχών της Δημοκρατίας, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την απονομή της Δικαιοσύνης και την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων.

Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, με ευκολία κατηγορεί πρόσωπα και θεσμούς για «φασιστική» συμπεριφορά και λειτουργία και δικαιολογεί -θεωρητικά- έκνομες πράξεις και -ακόμα- αναρχικές και τρομοκρατικές δράσεις.

Για ένα τμήμα της κοινωνίας μας η επιθυμία για την αποκατάσταση και τη συνεχή διεύρυνση της Δημοκρατίας υπερβαίνει τα όρια της κατά νόμον λειτουργίας της Δημοκρατίας και εισέρχεται στο ολισθηρό και επικίνδυνο έδαφος της ασυδοσίας.
Το δικτατορικό καθεστώς υπέσκαψε το κύρος κάθε θεσμοθετημένης ιεραρχίας, καθώς και κάθε λειτουργίας που υπαγορευόταν απ’ αυτήν και εξυπηρετούσε την ανάγκη της αναστελέχωσής της.

Η αμφισβήτηση κάθε ιεραρχίας, που συνεχίστηκε και μετά την κατάρρευση της χούντας, απετέλεσε βασικό στόχο ενός σημαντικού τμήματος του συνδικαλιστικού και φοιτητικού κινήματος, καθώς και κάποιων κομμάτων ή εξωκοινοβουλευτικών κομματικών μορφωμάτων.

Ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, ο ρόλος πολλών χουντικών επιθεωρητών, προϊσταμένων σχολείων, καθώς και αρκετών πανεπιστημιακών δασκάλων που υπηρέτησαν -ευτελίζοντας το λειτούργημά τους- τους παρανοϊκούς δικτάτορες, προκάλεσε την αγωνιστική απαίτηση της τιμωρίας τους- η οποία επιβαλλόταν -αρχικά- για την ικανοποίηση του περί δικαίου λαϊκού αισθήματος· η διεκδίκηση, όμως, δεν περιορίστηκε μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αλλά προέβαλλε την απαίτηση να καταργηθεί ουσιαστικά κάθε ιεραρχία, κάθε μορφή εποπτείας, καθώς και κάθε αξιολόγηση που θα διασφάλιζε την αποκατάσταση -επί το υγιέστερον- την καταργούμενη ιεραρχία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι και όπου διατηρήθηκε κάποια ιεραρχία αυτή υφίστατο μόνον κατά τους τύπους, ενώ στην πράξη ήταν ανύπαρκτη και εν πολλοίς υποκαθίστατο στην πράξη από τη δυναμική παρουσία της συντεχνίας των υπηρετούντων στην Εκπαίδευση και γενικότερα στη Δημόσια Διοίκηση.

Έτσι εξηγείται η επί 40 χρόνια ανυπαρξία οποιασδήποτε αξιολόγησης και οποιουδήποτε ελέγχου στη λειτουργία των εκπαιδευτικών στα σχολεία και τις πανεπιστημιακές σχολές, η ανάδειξη του φοιτητικού κινήματος ως καθοριστικού παράγοντα ανάδειξης των πρυτανικών Αρχών και η χρησιμοποίηση του πανεπιστημιακού ασύλου ως… ορμητηρίου για την παρεμπόδιση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, που δεν ήσαν αρεστές σε κάποιες οργανωμένες μειοψηφίες. Και, βέβαια, αυτό που αποσάθρωσε και επέφερε, τελειωτικά, τη διάλυση της Δημόσιας Διοίκησης ήταν το… «μέγα συνδικαλιστικό επίτευγμα»: «η αποσύνδεση του μισθού από τον βαθμό» και η «ακώλυτη βαθμολογική και μισθολογική προαγωγή (όλων των δημοσίων υπαλλήλων) μέχρι τον καταληκτικό βαθμό και το τελικό μισθολογικό κλιμάκιο»!
Και, βέβαια, για την παραχάραξη αυτή του πνεύματος της Δημοκρατίας, της οποίας η βάση είναι η «Αρχή των νόμων», ευθύνονται τα «λαϊκιστικά» κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, τα οποία υποχωρούσαν στις απαιτήσεις των κομματοαναθρεμμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών και με εγκληματική ευκολία τους αναγνώριζαν ως «κράτος εν κράτει» και στους οποίους παραχωρούσαν σημαντικό μέρος της εξουσίας, τη διαχείριση της οποίας είχε ο λαός αναθέσει στην πολιτική ηγεσία και μόνον σ’ αυτήν.

Η πολιτική, όμως, που ασκήθηκε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, κατά την οποία οι κυβερνήσεις συνέχισαν, σε πολλές περιπτώσεις, να νομοθετούν υπό την επήρεια των «συνδρόμων» της χούντας, ως εάν επρόκειτο να αποτρέψουν την επιβολή εκ νέου ενός δικτατορικού καθεστώτος, δεν δείχνει μόνον τις φοβίες, και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου, συγχρόνως είναι και ένα ανησυχητικό σύμπτωμα ολιγοπιστίας και αμφισβήτησης του κύρους του δημοκρατικού πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε μετά τη λήξη της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου και την κατάρρευση της χούντας...

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey