Η ώρα του μεγάλου ΝΑΙ

22/04/2015 - 15:52

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο το ΟΧΙ
να πούνε.

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο το ΟΧΙ
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και την πεποίθησή του»
Κων. Καβάφης

Στην πολιτική υπάρχουν περιπτώσεις που το «ηρωικό» ΟΧΙ δίνει τη θέση του σ’ ένα γενναίο ΝΑΙ.

Υπάρχουν περιπτώσεις που και η ομολογία του λάθους, το mea culpa, τιμά τον ηγέτη. Οι μεγάλοι ηγέτες κρίνονται και από τη γενναιότητά τους να αναγνωρίσουν την προηγούμενη πλάνη τους, να αποδεχθούν την πραγματικότητα και την αλήθεια και να ανταποκριθούν στην αδήριτη ανάγκη να επιλέξουν το «μη χείρον», αυτό που τελικά αποτρέπει τα επερχόμενα δεινά για το λαό και την πατρίδα και υπηρετεί -έστω και μακροπρόθεσμα- το δημόσιο συμφέρον.

Οι μεγάλοι ηγέτες υπερβαίνουν το κομματικό τους συμφέρον, προκειμένου να υπηρετήσουν το γενικότερο συμφέρον, δεν πολιτεύονται με στόχο να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, αλλά με στόχο να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές.

Αυτό έπραξαν με τις βασικές πολιτικές τους επιλογές -παρά τα επί μέρους λάθη τους- οι δυο μεγάλοι ηγέτες της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο Καραμανλής της μετεμφυλιοπολεμικής οκταετίας (1956- 1963), όταν επανήλθε στην εξουσία το 1974-75, θεμελίωσε την Προεδρευόμενη Δημοκρατία και πραγματοποίησε την Εθνική Συμφιλίωση. Και ήταν αυτός, που παρά την κριτική που δεχόταν εξ αριστερών και παρά τις αντιδράσεις, τόλμησε το μεγάλο ΝΑΙ στην ΕΟΚ (πρόδρομο της Ε.Ε), δηλώνοντας ευθαρσώς το περίφημο «Οι Έλληνες ανήκομεν εις την Δύσιν».

Και ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρά την αντιπολιτευτική του συνθηματολογία «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», λίγο πριν από την άνοδό του στην εξουσία, αντί του ΟΧΙ στην ΕΟΚ, προετοίμασε το κόμμα του και το λαό για τη στροφή που θα έκανε προς τον ρεαλισμό, μέσω της «Ειδικής Σχέσης» με την ΕΟΚ, για να αποδεχθεί, στη συνέχεια, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, που είχε εντωμεταξύ επιτευχθεί από τον Κ. Καραμανλή.

Και στην περίοδο της πρωθυπουργίας του, ως Ευρωπαϊστής πλέον ηγέτης, αγωνίστηκε για τη σύγκλιση των οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά με εκείνες του Νότου, καθώς και για την ανάπτυξη μιας ισότιμης σχέσης της Ελλάδας με τα άλλα κράτη-μέλη.

Και στην τελευταία πρωθυπουργία του, ήταν εκείνος που ξεκίνησε την προσπάθεια για την ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ (ΟΝΕ), η οποία και ολοκληρώθηκε από τον Κώστα Σημίτη.

Από το 2004 και εντεύθεν βιώνουμε το φαινόμενο του «νανισμού» της πολιτικής μας εκπροσώπησης.

Οι νέοι ηγέτες, στους οποίους ο λαός ανέθεσε την εξουσία, με σαφή και ισχυρή εντολή να πραγματοποιήσουν τις ουσιαστικές αλλαγές στο κράτος, στην παιδεία και στην εθνική οικονομία, όχι μόνον δεν αξιοποίησαν την ιστορική ευκαιρία που τους προσφέρθηκε, για να βγάλουν τη χώρα από το οθωμανικό και βαλκανικό της παρελθόν, αλλά την «βούλιαξαν» βαθύτερα σ’ αυτό.

Κύριο και κοινό χαρακτηριστικό τους: η πολιτική που ακολούθησαν δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα στενά όρια του μικροκομματικού συμφέροντος, με αποτέλεσμα να θυσιάζονται, κάθε φορά, στο βωμό της αποφυγής του «κομματικού κόστους» οι μεγάλες αλλαγές που απαιτούνταν για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Ακόμα και στην περίοδο της κρίσης (2010-2014) η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε από τους δανειστές- εταίρους μας, έγινε «με το στανιό». Ουδέποτε οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο «Μνημόνιο», αν και ψηφίστηκαν από τη Βουλή, υιοθετήθηκαν ειλικρινά από την ελληνική πλευρά- ακόμα κι αυτές που κρίνονταν αναγκαίες και επωφελείς για τη χώρα- και ουδέποτε εφαρμόστηκαν καθ’ ολοκληρίαν, με αποτέλεσμα -παρά το κοινωνικό και πολιτικό κόστος- να μην έχουν, τελικά, το αναμενόμενο αποτέλεσμα.

Κι αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι ίδιες, επώδυνες, μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν -χωρίς τα ελληνικά τεχνάσματα και τις αλλοιώσεις- στις άλλες χώρες που είχαν υπαχθεί σε ανάλογο με το ελληνικό «Μνημονιακό» πρόγραμμα απέδωσαν καρπούς, με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές (Πορτογαλία, Ιρλανδία, αλλά και η Ισπανία) να έχουν, σήμερα, απαλλαγεί από τα «Μνημόνια» και να αντλούν τα ποσά που χρειάζονται, ελεύθερα και με πολύ χαμηλά επιτόκια, από τις Αγορές.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που προήλθε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, έχει μπροστά της ακόμα μια ευκαιρία, από αυτές που άφησαν ανεκμετάλλευτες και έχασαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Εάν, έστω και όψιμα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει διδαχτεί από την πρόσφατη ιστορία μας και από τη θλιβερή κατάληξη της ηγεσίας των προηγούμενων κυβερνήσεων, εάν έχει την ευφυΐα και τη θέληση να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες της και τους «ηρωικούς» αναχρονισμούς τής «αριστερής παράδοσης» (δυστυχώς οι νομοθετικές εξαγγελίες της για την εκπαίδευση και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης μας πείθουν περί του αντιθέτου), εάν έχει τη δύναμη να αγνοήσει τους θλιβερούς καπεταναίους των Συνιστωσών -καρικατούρες του Άρη Βελουχιώτη, του Τσε Γκεβάρα και της…

Πασιονάρια, που φαντασιώνονται τη νέα «Εαμοκρατία» -τότε ας τολμήσει τον μεγάλο «Ιστορικό Συμβιβασμό» με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Αλλιώς, ας το «στρίψει δια των εκλογών» και ας επανέλθει στα βολικά θεωρεία της Αντιπολίτευσης.

Είναι το καλύτερο, που έχουν να κάνουν και για το κόμμα τους και, προ πάντων για τη χώρα από μια καταστροφική ρήξη με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey