«Δε θυμάμαι να ρωτάω»

22/05/2013 - 14:18

«Όταν ήμουν μικρή, πήγαινα στη Σόφια για να δω τον μπαμπά μου. Περνούσα τέλεια. Παίζαμε ξερή. Νικούσα. Ο μπαμπάς πλήρωνε και εγώ πήγαινα στο παζάρι και αγόραζα δαχτυλίδια. Ασημένια. Συνήθως φορούσα περισσότερα από 5 ή 6 στα δάχτυλά μου. Καμμιά φορά φορούσα και 10.»

«Όταν ήμουν μικρή, πήγαινα στη Σόφια για να δω τον μπαμπά μου. Περνούσα τέλεια. Παίζαμε ξερή. Νικούσα. Ο μπαμπάς πλήρωνε και εγώ πήγαινα στο παζάρι και αγόραζα δαχτυλίδια. Ασημένια. Συνήθως φορούσα περισσότερα από 5 ή 6 στα δάχτυλά μου. Καμμιά φορά φορούσα και 10.»

Έτσι, ανύποπτα και αθώα, ξεκινά το σημείωμα 25χρονης κοπέλας που ανακάλυψα πρόσφατα. Από χέρι νεανικό, σα γέφυρα που ενώνει εποχές, το 1993 και το 2013, δύο χώρες, δύο ηλικίες και όσες βεβαιότητες αιφνίδια καταλύθηκαν για τα ανυποψίαστα παιδιά που μεγάλωσαν στην 20ετία της ευδαιμονίας.

«Τα απογεύματα», συνεχίζει, «κάναμε βόλτες στην πόλη, ψωνίζοντας από τα μαγαζιά και τα υπαίθρια παζάρια... Τα βράδια βλέπαμε παιδιά να πεινάνε, γέρους και γριές να κοιμούνται στις στάσεις και στα παγκάκια και εφήβους να ρουφάνε κόλλα μέσα από τις αδιαφανείς, σκούρου μπλε χρώματος, πλαστικές σακούλες, ίδιες με αυτές που χρησιμοποιεί και ο ψιλικατζής μου για τις εφημερίδες και τα γάλατα. Δε θυμάμαι να κλαίω βλέποντας ένα συνομήλικό μου να πεινάει ή μια αποτρελαμένη να πέφτει στον ύπνο της. Δε θυμάμαι τα ρούχα τους ή πόσοι από αυτούς φορούσαν παπούτσια όταν χιόνιζε.

»Θυμάμαι τι φορούσα εγώ όταν τους έβλεπα, θυμάμαι έξω από ποια αγαπημένα μου μαγαζιά ζητιάνευαν παιδιά και πώς μύριζαν συνήθως οι είσοδοι των πολυκατοικιών στη Σόφια. Δε θυμάμαι ποτέ να σκέφτηκα γιατί ζουν έτσι ή πώς βρέθηκαν σε αυτό το σημείο... Δε θυμάμαι να ρωτάω, θυμάμαι να ξέρω.

»Ταξίδευα συνήθως μόνη. Σαν ασυνόδευτο δέμα. Μου κρεμούσαν ένα φάκελο στο λαιμό και με έβαζαν να καθίσω. Πρώτα στην αίθουσα αναμονής και μετά στο αεροπλάνο. Και όταν επέστρεφα, ανυπομονούσα να ξαναπάω στη Σόφια, γιατί περνούσα τέλεια.

»Στην Ελλάδα ζούσα με τη μαμά μου... Μου αγόραζε συνέχεια βιβλία και με πήγαινε στο Μέγαρο να ακούω μουσική. Έκανα πιάνο και μπαλέτο και κάθε εβδομάδα πήγαινα στον κινηματογράφο. Δεν περπατούσα στην πόλη, όπως στις διακοπές μου. Δε θυμάμαι να ζητιανεύουν πολλοί. Θυμάμαι λίγα παιδιά στα φανάρια να πουλάνε χαρτομάντηλα.

»Μια φορά ήμουν στην Ομόνοια με τη μαμά μου και ετοιμαζόμασταν για τη Μονσερά Καμπαγιέ στο Ηρώδειο. Περάσαμε από ένα φαρμακείο. Φορούσα φόρεμα με άσπρη φόδρα και φυστική επένδυση από πάνω. Από τα “Αλουέτ”. Μπήκε ένας νεαρός και ζήτησε ευγενικά από τη μαμά μία σύριγγα. Η μαμά τού πήρε. Ο νεαρός ευχαρίστησε και έφυγε. Δε ρώτησα. Η φαρμακοποιός και η μαμά μού είπαν. Ούτε γι’ αυτό ρώτησα.

»Ο μπαμπάς επέστρεψε. Τα παιδιά στην Αθήνα ζητιανεύουνε παντού. Κάθε φανάρι, ένας πρόσφυγας... Παίρνω το καθαρό μετρό. Να μη βλέπω τους επαίτες, τους χρήστες και τα παιδιά που ζουν στα χαρτόκουτα. Κάθε είσοδος χρεωκοπημένου καταστήματος το κρεβάτι τους... και η έγκυος χρήστρια, που στο μήνα της ζητάει ένα ευρώ έξω από το “Ρεξ”, να μου υπενθυμίζει όσα ακόμη δεν ξέρω...»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey