Ααχ, τα φριχτά «γκάλοπ»

17/05/2013 - 14:57

Χαρτιά, βιβλία, μολύβια, ξυριστικά, εσώρουχα, άντε και κανένα μπλουζάκι εφεδρικό, όλα ανάκατα στον καναπέ, δίπλα η βαλίτσα να χάσκει έτοιμη να τα καταπιεί, το κομπιούτερ ακόμα εν δράσει να προλάβω την τελευταία λέξη, τα νεύρα μου, σύρματα τεντωμένα, η γυναίκα μου σε πλήρη δράση, κι η αγωνία μου στο ζενίθ, περιμένοντας τηλεφώνημα από τον ταξιτζή.

Χαρτιά, βιβλία, μολύβια, ξυριστικά, εσώρουχα, άντε και κανένα μπλουζάκι εφεδρικό, όλα ανάκατα στον καναπέ, δίπλα η βαλίτσα να χάσκει έτοιμη να τα καταπιεί, το κομπιούτερ ακόμα εν δράσει να προλάβω την τελευταία λέξη, τα νεύρα μου, σύρματα τεντωμένα, η γυναίκα μου σε πλήρη δράση, κι η αγωνία μου στο ζενίθ, περιμένοντας τηλεφώνημα από τον ταξιτζή.

Κοιτάω το ρολόι, έπρεπε να βιαστώ κι άλλο. Να φύγει το άρθρο μου στις εφημερίδες, να κλείσει η μικρή βαλίτσα, να μην ξεχάσω κάτι, και προ παντός ο ταξιτζής μη χάσει το δρόμο, που πρώτη φορά ερχόταν εδώ στην ερημιά μου.

Ένα σημαντικό ταξίδι, βλέπεις, είχε προκύψει άξαφνα, τα εισιτήρια προπληρωμένα θα περίμεναν στο αεροδρόμιο και βιαζόμουν μη χάσω το τελευταίο αεροπλάνο. Την επομένη, χαράματα, θα έφευγα από Αθήνα για Μαϊάμι, κι η παρουσία μου εκεί ήταν απαραίτητη για σοβαρή υπόθεση.

Όλα, λοιπόν, έτοιμα, κι ο ταξιτζής, ακόμα να φανεί.

«Όταν φτάσω στο χωριό», είχε πει, «θα σε πάρω να με καθοδηγήσεις.»

«Λες να τον έπιασε λάστιχο;» Σκεφτόμουν κι έτρεμα.

Τέλειωνα κάθε λεπτομέρεια, μεταπατούσα νευρικά, και περίμενα.

Έκανα να σχηματίσω τον αριθμό του ταξιτζή, και, Θεία πρόνοια, ντριιιν, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Να τος! Ήρθε», είπαμε ανακουφισμένοι με τη γυναίκα μου και μέχρι να το σηκώσω, ανταλλάξαμε φιλί αποχαιρετισμού.

Μα απόμεινα μαρμαρωμένος, όταν αντί αυτού ακούστηκε μια παγωμένη φωνή που έστελνε ομοβροντίες.

«Από το πανεπιστήμιο τάδε, κάνουμε έρευνα…»

«Με συγχωρείτε κοπέλα μου, πάρτε άλλη φορά», της λέω με ευγένεια και το κλείνω με αγένεια.

Ξανασηκώνω το ακουστικό να πάρω τον ταξιτζή, μα αυτή το χαβά της.

«Ξέρετε πόσα χρήματα θα…»

«Σας παρακαλώ, δεσποινίς, κλείστε. Βιάζομαι», είπα εκνευρισμένος και νταν κοπάνησα το ακουστικό στη συσκευή που πολύ θα ήθελα να ήταν στη μούρη της.

Πήρα ανάσα που, επιτέλους, τη διαολόστειλα, το ξανασήκωσα, αυτή, τίποτα. Εκεί. Ακάθεκτη το τροπάρι της.

«Αν είστε άνω των 50…»

«Βρε, άι στην ευχή κλείσε», της έμπηξα φωνή τρόμου.

Κόντεψα να σπάσω το τηλέφωνο, τα νεύρα μου είχανε ήδη σπάσει, η γυναίκα μου έψαχνε τα ηρεμιστικά της, το ταξί αγνοούμενο, και το αεροπλάνο θα έφευγε επειδή μια χαζή μαγνητοφωνημένη ταινία ήθελε να διαταράξει την οικογενειακή και προσωπική μου γαλήνη, να τα κονομήσει και να κάνει μια, συνήθως, αναληθή έρευνα.

Έλεος, κύριοι φαντομάδες! Πώς μπαίνετε στο σπίτι μου απρόσκλητοι με τόση θρασύτητα, χωρίς να είστε υπαρκτό πρόσωπο να με ακούσετε, παρά, μπαμ-μπαμ-μπαμ, πυροβολείτε την ηρεμία μου κι έχετε κατειλημμένη τη γραμμή τόση ώρα;

Για καλή μας τύχη ο ταξιτζής, ξύπνιο κοπέλι, ρώτησε, μας βρήκε, εγώ χαιρέτησα, έφυγα κι αυτό το βδελυρό ερωτηματολόγιο συνεχιζόταν.

Αυτό, κύριοι, είναι εγκληματικό.

Κι αν ήμουν βαριά άρρωστος κι έπρεπε να ειδοποιήσω ασθενοφόρο; Τι θα έκανα εδώ που δεν έχω σήμα ή δεν έχω καν κινητό; Με ποιο δικαίωμα καταστρέφετε, ποδοπατάτε τη ζωή μου;

Ε;

Μα σου τάζω, βρομερό υποκείμενο, όποιος κι αν είσαι, την άλλη φορά θα έχω κινητό, θα καλέσω την Αστυνομία, αν υπάρχει δηλαδή αστυνομία, θα σε ανακαλύψω και θα καταφύγω στη Δικαιοσύνη, έστω κι αν δεν πετύχω τίποτα, αφού στην πατρίδα μας ο νομοταγής καταδιώκεται προς όφελος των παρανομούντων.

Και τι με ενδιαφέρει εμένα, κύριε πανεπιστήμιο, αν είσαι πανεπιστήμιο κι όχι μια υποχθόνια κομπανία, ή ένα απαίσιο μίασμα; Ποιος με διαβεβαιώνει πως το όποιο αν είναι αυτό πανεπιστήμιο, έχει τόση αναίδεια και προκλητικά μπαίνει στο σπίτι μου χωρίς άδεια δίχως να με ρωτήσει, αδιαφορώντας αν είμαι άρρωστος κακόκεφος ή με τη βαλίτσα στο χέρι;

Δηλαδή, πού το πάνε; Να φοβόμαστε και το ακουστικό να σηκώσουμε;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey