Συνεταιρισμός Γυναικών Άγρας

26/04/2013 - 14:13

Τράβηξα το πέπλο, φανήκανε πρόσωπα γελαστά, όμορφα, σ’ ένα πανηγύρι συναιστημάτων και νόστου, πλημμυρισμένο αγάπη, τραγούδι, γέλιο και χορό. Κι η Σαπφώ στην κορφή του Εξύμνου, με τις μαθήτριές της, να πέμπουν ύμνους και μελωδία σ’ ολάκερη τη βοριανή και προς το λιόγερμα μεριά, πλευρά του νησιού μας που εβάδιζα.

Διάβαινα, σιγοτραγουδούσα και γυρόφερνα το νου μου στα παλιά.

Τράβηξα το πέπλο, φανήκανε πρόσωπα γελαστά, όμορφα, σ’ ένα πανηγύρι συναιστημάτων και νόστου, πλημμυρισμένο αγάπη, τραγούδι, γέλιο και χορό. Κι η Σαπφώ στην κορφή του Εξύμνου, με τις μαθήτριές της, να πέμπουν ύμνους και μελωδία σ’ ολάκερη τη βοριανή και προς το λιόγερμα μεριά, πλευρά του νησιού μας που εβάδιζα.

Μια παράξενη θαλπωρή με παρέσερνε όλο και πιο βαθιά, με το Μάκαρα να εξουσιάζει τον τόπο το στυφό, και τους πατεράδες μας να στήνουνε γλέντι στο αντάμωμά μας ετούτο, σαν ακούστηκε ένα αλλόκοτο βουητό. Απ’ το υπερπέραν, θαρρείς. Σιγανό, που όλο και δυνάμωνε. Ήταν ο μοναδικός θόρυβος στην περιοχή που λουζόταν το αδρί φυσομάνι απ’ τη μεριά του γιαλού, πέρα απ’ το Ταβάρι και τη Νυφίδα ερχόμενο. Μα όλο και δυνάμωνε ο θόρυβος, αγρίευε, γίνηκε ήχος απειλητικός, βάρβαρος. Μια μοτοσυκλέτα παλιάς εποχής και δυο νέα παιδιά απάνω σταμάτησε δίπλα μου, ηρέμησα.

Βγάλανε τα κράνη, φανήκανε δυο πρόσωπα με πλατύ χαμόγελο, ένα αγορίστικο και μιας κοπελιάς το άλλο. Χαιρέτηξαν ευγενικά, ρώτηξαν.

«Για την Άγρα, παρακαλώ;»

«Σε δυο χιλιόμετρα μπροστά σας.»

Λιγόλεπτο το αντάμωμα, χαιρέτηξα και στράφηκα να συνεχίσω την πορεία μου.

«Να σας πάρω; Θα κουραστείτε», είπε ο οδηγός κι έκανε νόημα στην κοπελιά να κατέβει.

«Η πεζοπορία κάνει καλό και μου αρέσει. Φχαριστώ.»

Πάτησε με δύναμη το πεντάλ, βρυχήθηκε η μηχανή, χάθηκαν, κι απόμεινα στις σκέψεις μου. Τόσο νέα παιδιά, κοσάχρονα θε να ‘τανε, με παλιομοδίτικη μηχανή και θα κατέβαινε ο ένας να πάει με τα πόδια για χατίρι μου.

«Υπάρχει ακόμα μαγιά για να σάξει η κοινωνία», μουρμούρηξα.

Τους ξανάδα στην πλατεία, κάτω από το γεροπλάτανο με το παγωμένο νερό στα στήθια του, να πίνουν καφέ ελληνικό. Και να μιλάνε με τους ντόπιους. Θέλησαν να με κεράσουν, ευχαρίστησα, συνέχισα. Είχα ιδρώσει. Έπρεπε να πάω στου Ταστάνη το τυροκομείο, να αλλάξω μπλούζα. Η γυναίκα μου θα περίμενε εκεί.

Άνοιξα την πόρτα, μ’ άρπαξε άρωμα πυτιάς και φρέσκου τυριού, φχαριστήθηκα. Ήπιαμε ένα ούζο, όρθιοι, πήραμε τυριά, μάζωξα πληθωρική αγάπη απ’ το Μάρκο και τον Παναγιώτη κι αφήκαμε ελπίδες να αιωρούνται πως θ’ ανταμώναμε στο Γαβαθά.

Στην ξώπορτα παρακάτω, καμμιά εικοσαριά μέτρα, σταματήσαμε. Η ταμπέλα έγραφε «Συνεταιρισμός Γυναικών Άγρας» κι η πόρτα ανοιχτή. Απ’ έξω σταματημένη η μοτοσυκλέτα και μέσα τα δυο νέα παιδιά ξεσκούφωτα.

«Τι σύμπτωση!» είπανε.

«Από πού είστε;», ρωτήσαμε.

«Αθήνα. Σπουδάζουμε Αγγλία, κι ήρθαμε διακοπές.»

Μια νέα γυναίκα έστεκε μπροστά τους, δίπλα στα ράφια με τα εκθέματα.

Δυο άλλες, μέλη κι αυτές του Συνεταιρισμού των Γυναικών, καθισμένες σε έναν καναπέ σκεπασμένο με όμορφο κάλυμμα, των χεριών τους έργο, με ένα κόσκινο στα γόνατα και ζυμάρι στο αριστερό χέρι, έκοβαν με το δεξί «φιδέ», όπως λένε εδώ τη μανέστρα ή το κριθαράκι μακαρόνι.

«Σας αρέσει το νησί μας;», τους ρώτηξε η μία.

«Μας αρέσει πολύ. Άμα τελειώσουμε τις σπουδές μας, θα γυρίσουμε στις ρίζες μας. Στο χωριό. Θα βρούμε εκεί δουλειά. Τι να ζηλέψουμε από την πόλη;»

Άκουγα και σιωπούσα μην και χαλάσω την αρμονία.

Γιόμισαν δυο τσάντες σπιτίσια γλυκά, ζυμαρικά, τραχανά, δυο μπουκάλια ποτό, από ρόδι το ένα, μανταρίνι το άλλο, χαιρέτηξαν φιλικά, φύγανε.

Ζεστό το περιβάλλον, πρόσχαρες οι γυναίκες, γλυκομίλητες, μ’ αυτή την αφτιασίδωτη ευγένεια, μείναμε λίγο ακόμα, κι όλο κάποιος λόγος έβγαινε από το στόμα τους.

- Είμαστε ευχαριστημένες. Ψωνίζουν.

- Και ντόπιοι και ξένοι.

- Οι Αγρίτες παίρνουν κυρίως γλυκά.

- Και φιδέ παίρνουν.

- Οι περαστικοί όμως τρελαίνονται για όλα.

- Όλα με τα χέρια μας γίνονται. Κι οι πρώτες ύλες, παραγωγή μας.

- Δεκαπέντε γυναίκες είμαστε, μικρό το χωριό, βλέπεις, μα, έξι χρόνια τώρα, καλά πάμε. Και σε λεφτά, και σε απασχόληση.

- Γράψτε τα, κύριε Γιώργο, να ζηλέψουν και σε άλλα χωριά, εκεί που δεν έχουν, να κάνουν οι γυναίκες συνεταιρισμό. Και λεφτουδάκια βγάζουμε, κι από το σπίτι βγαίνουμε, και το χωριό βοηθάμε.

Φύγαμε με ένα αίσθημα πληρότητας κι ελπίδας. Για μένα, και για σένα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey