Ανασαμιές

01/03/2013 - 16:04

Το κυνήγι της ύλης, η ασυδοσία κι η κραιπάλη, η καλοσύνη που μας έδωκε ο Θεός κι οι βάρβαροι που βασανίζουν τη γης και τα ζωντανά που την κατοικούνε, την μετατρέψανε σε κάκητα, μαζί κι οι δολοπλοκίες, τα σπιουνίσματα κι η δουλοπρέπεια για βρόμικη δόξα, γινήκανε αιτία να μάχεται άνθρωπος τον άνθρωπο, να αδικεί ο ανήθικος τον αδύναμο και να σκοτώνει αδερφός τον αδερφό.

Το κυνήγι της ύλης, η ασυδοσία κι η κραιπάλη, η καλοσύνη που μας έδωκε ο Θεός κι οι βάρβαροι που βασανίζουν τη γης και τα ζωντανά που την κατοικούνε, την μετατρέψανε σε κάκητα, μαζί κι οι δολοπλοκίες, τα σπιουνίσματα κι η δουλοπρέπεια για βρόμικη δόξα, γινήκανε αιτία να μάχεται άνθρωπος τον άνθρωπο, να αδικεί ο ανήθικος τον αδύναμο και να σκοτώνει αδερφός τον αδερφό. Κι όλα τούτα, για να εξουσιάσουν οι δυνατοί πιότερο χρυσάφι και πετρέλαιο, να θρέψουν τα τομάρια που ολημερίς κουβαλάνε και να ξεχειλίσουν, θροφή για τους σκουλήκους, τα ξίγκια.

Σε τούτο τ’ ανθρωπολίβαδο ξεπετιούνται σαν τα αφανισμένα απ’ τις κακοκαιρίες αγριοβότανα καμπόσοι κουζουλοί που βλέπουν, αγαναχτούν και φωνάζουν μα δεν μπορούν να σταματήσουν την κατρακύλα, κι οι έγνοιες τους για το δίκιο, την πατρίδα, το περιβάλλον και τη λευτεριά, καταπλακώνουν τις ψυχές τους και θρέφουν τα όνειρά τους.

Αγωνίζονται, ματώνουν κι όσοι το κάμουν απόφαση παίρνουν κοντύλι και χαρτί και πέμπουν συναιστήματα, πόνο και λογισμούς, να ανταμώσουν κι άλλους, να τους κουβεντιάσουν, να τους ξεσηκώσουν στον ίδιον αγώνα, να γεννηθεί μια σπίθα και με τον καιρό να γενεί πυρκαγιά. Μπας και σωθεί η Ελλάδα μας η κακοποιημένη.

Τα ταξιδιάρικα ετούτα αφτέρουγα πουλιά, ιστορίες, διηγήματα, άρθρα ή χρονογραφήματα, όπως θέλεις βάφτισέ τα, ψίθυροι καρδιάς στο αυτί σου είναι· από μέρους μου.

Άγνωρο πώς, μετά την οριακή νυχτιά που Θεία δύναμη με έβγαλε ζωντανό απ’ το φλεγόμενο σπίτι μου και ξέκρινα άλλους να πονούν και να νοιάζονται, άλλους να αδιαφορούν κι ελάχιστους, ίσως, να χαίρονται, έτσι, χωρίς σκέψη, ένα πείσμα, μια κρυφή ελπίδα και μια δυνατή πίστη οδήγησαν το χέρι μου να σάξει πρώτα τα χαλάσματα, να μπει σε μια τάξη η ζωή μας κι υστερνά να γράφει όχι για τη δικιά μου αλλά για του σύνολου και της μάνας γης τη φθορά που διαπράττει ο άνθρωπος.

Και να, πέμπω σου απ’ τη μεριά μου, μερικά από δαύτα να αφουγκραστείς, μπορεί και να νιώσεις, το βαρύ φορτιό στα πνεμόνια μου που με κάνει να πλαντώ, να πνίγομαι κι άξαφνα να πετιέμαι στην οροκορφή ή στο γιαλό, να παίρνω αγέρα και θάρετα πως η ζωή, μπορεί να είναι αγώνας, μα είναι πιο όμορφη, πιο γλυκιά απ’ ό,τι πασκίζουν να μας τη σερβίρουν μασκαρεμένη οι χρυσοθήρες κι οι μηδενιστές της τραγικής εποχής που βιώνουμε. Ξέπνοος σα γυρίζω, καταλαγιάζω, ρεμώ και συνεχίζω τη ζωή. Δηλαδή, τον αγώνα. Κι είναι σίγουρο πως ο τίμιος αγώνας μας θρέφει. Μας γιγαντώνει.

Γράφω, κι ο λάκκος απύθμενος μπροστά μου έτοιμος να με καταπιεί σα χάσω την ισορροπία μου σε τούτη την ακροβασία. Δεν είναι, βλέπεις, διηγήματα μηδέ και μυθιστορήματα. Έχουν το δικό τους δυναμικό, έχουν αρχή και τέλος και βρίθουν μηνύματα απλά, καυστικά ή και δηκτικά.

Δε με υποχρεώνει κανείς, δε με πληρώνει κανείς, μηδέ και με σκιάζει. Οι χτύποι της καρδιάς μου προστάζουν. Και πάντα σέβομαι τον εαυτό μου, τον εκδότη κι αρχισυντάκτη και πάνω απ’ όλα εσένα τον κυρίαρχο αναγνώστη.

Κι ως πάω να χαλαρώσω, καμώματα άπρεπα μικρώνε και μεγάλων, παίρνουν μορφή πανάρχαιου ερπετού που με κοντεύει και μπήγει τα νύχια του να ξεσκίσει τις σάρκες μου ώσπου να το κάνω πράξη, αλαφιασμένος, ν’ αρχινήσω πάλι καινούργιο γράψιμο. Να καλέσω κι εσένα για τη σωτηρία του σημερινού ανθρώπου. Κι ας φαντάζει αδύνατο. Ο αγώνας για το αδύνατο έχει άλλη χάρη. Και μπορούμε να πετύχουμε το αδύνατο με το πνεύμα και τη βαθιά πίστη.

Αναλογίζομαι αμέτρητες τις νύχτες με τη Δαμόκλειο σπάθη να κρέμεται από πάνω μου, ώσπου να ‘ρθει η ώρα να τελειώσω το γράψιμο και να στείλω το κείμενο στην εφημερίδα.

Κι η εφημερίδα, ταξιδεύει γρήγορα κι αλάργα. Μπαίνει σε σπίτια, γραφεία, καφενεία, μαγαζιά, στο λεωφορείο, τραίνο, πλοίο, παντού. Χιλιάδες μάτια, πολλοί οι φίλοι.

Μα, να σου πω μπιστικά. Κάθε φορά που μου τελειώνει το οξυγόνο, δίνω μια, πετώ τα εφήμερα κι αφηρημένα, αρπώ το κοντύλι κι αρχινίζουν με πάθος τα ψυχοδάχτυλά μου να σου μιλούνε. Σαν τελειώσω, παίρνω τότες λαίμαργα ανασαιμιές να ξαποστάσω, και πάλι, μπήγομαι στον αγώνα.

(Προδημοσίευση, από τον πρόλογο του νέου, ομότιτλου βιβλίου του γράφοντος.)

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey