Σεβασμός στο συνάνθρωπο

22/02/2013 - 15:00

Την ώρα που είχανε μαζωχτεί στο τραπέζι να γιορτάσουνε αυτά που κληρονομήσαμε απ’ τις περασμένες γενιές κι ομορφαίνουν, για όσους το νιώθουν, τη ζωή μας, σαν και τούτη τη γιορτάδα μέρα του Άι-Διονύση, εισέβαλε ο Γύπας.

Εύθυμα, αλλά σοβαρά

Την ώρα που είχανε μαζωχτεί στο τραπέζι να γιορτάσουνε αυτά που κληρονομήσαμε απ’ τις περασμένες γενιές κι ομορφαίνουν, για όσους το νιώθουν, τη ζωή μας, σαν και τούτη τη γιορτάδα μέρα του Άι-Διονύση, εισέβαλε ο Γύπας. Δεν είναι τούτο το όνομά του, μα επειδή όλο εξυπνάδες, ύβρεις κι ειρωνείες πετάει πέρα - δώθε για όλη την κοινωνία, φαίνεται πως ντρέπεται και δε μολογάει τ’ όνομά του. Στάμπα βάνει δυο γράμματα. Κι οι γειτόνοι τον παρομοιάζουν με το αρπαχτικό φτερωτό που αρέσκεται στα ψοφίμια.

Φάνηκε κι ο οικοδεσπότης, ο Διονύσης, που είναι γραμματιζούμενος κι έκανε τον προφέσορα σε ξένο τόπο και στέρνει κετάπια να βάνουνε στις εφημερίδες, μα δεν έχει πράμα καλό απ’ τα σπουδάγματά του να μας ειπεί, κοροϊδεύει τη δικιά μας θρησκεία που λένε πως είναι και δικιά του. Κι όποτε τα διαβάζει η Ευλαμπία, σταυροκοπιέται και λιβανίζει να διώξει τον τρισκατάρατο. Ταξίδι, λέει, πληρωμένο απ’ το γκοβέρνο τού έλαχε παλιά, ήρθε στην Κρήτη, αγόρασε μισοτιμής ένα οικοπεδάκι, έχτισε με ξένα λεφτά κι έκτοτε εδώ συχνομένει.

Φίλους έκανε όσους ξεγελάστηκαν και τον περάσανε για σπουδαίο, και κάλεσε κάνε - δυο από δαύτους να ‘ρθούνε απόψε.

Στερνά ήρθε κι η Καλύψω, πολυλογού, κούφια σε ιδέες και πιστεύω, μα το παίζει προοδευτικιά κι ήτανε καλεσμένη από το Γύπα. Ευτύς όμως αρχίνιξε να ειρωνεύεται το Διονύση μαζί και το Ζακυνθινό Άγιο, που τον βάφτισε μοντέρνο Βαλεντίνο. Μέχρι και τους συμπατριώτες του, Σολωμό και Κάλβο, εχλεύαζε και δεν ξέρω τι άλλο. Απρέπειες που εκνεύρισαν το Νιόνιο, έτσι τον ονομάτιζε για να θυμώνει, και λίγο έλειψε να πιαστούνε στα χέρια.

Κείνη την ώρα βρόντηξε η πόρτα, κόντεψε να ξεμασκαλιστεί, ορθάνοιξε και γιόμισε η κάμαρης στιβάνια, κεφαλομάντηλα, μουστάκες αγκαθωτές κι αντρίλα.

«Ώρα καλή σας, συντέκνοι», χαιρέτηξε, και σείστηκε ο πολυέλαιος απ’ το βρόντο.

«Καλώς το Μανούσακα», αντιχαιρέτηξε ο νοικοκύρης που ‘τανε μουδιασμένος.

Άπλωσε τη χερούκλα του ο Μανούσακας, έβγαλε απ’ τη φαρδιά τη ζώνη μια μπουκάλα, δυομισάρα, ρακή και μια χούφτα, ίσαμε δυο κιλά, φυστκαμύγδαλα, τα απίθωσε στην τάβλα.

«Βάλε να πιούμε μια ουλιά που θωρώ ομορφοπαρέα κι έχω σεκλέτια ανάθεμά τα», είπε κι έκατσε στην καρέκλα που έτριξε. Λίγο ‘κόμα να σπάσει.

Κατά πόδι πρόβαλε κι ο Σήφης μ’ αγκιστρωτό μουστάκι, γενειάδα κατάμαυρη, ρουμάνι, και μιαν αρμάθα λουκάνικα ίσαμε τρία μέτρα στο μάκρος και μισό ρίφι κομματιασμένο.

«Καλώς σας εύρηκα, ούλη την αλατζαδιαστή παρέα.»

Έπαιξε μια παλαμιά στο Μανούσακα για χαιρετούρα, άστραψε η γύρα, κι έδωκε τα λουκάνικα με το κρέας στην κυρά του Διονύση να τα ψήσει.

«Ούλα στα κάρβουνα. Και λίγα μας πέφτουν», είπε και χάδεψε τη θυσανωτή του γενειάδα.

Ντουμάνιασε ο τόπος, τσίκνα σκόρπισε στο σπιτικό, σκέπασε τις μπασταρδεμένες μυρουδιές των λιμοκοντόρων κι ως να παίξει το μάτι σου γιόμισε η τάβλα καλτσούνια, πιταράκια, φυστίκια, αμυγδαλόψιχα, ελιές κι ένα μισοκέφαλο γραβιέρα.

Ήπιανε 2 - 3 ρακές, ζαλίστηκε ο Διονύσης, είπε τα δικά του για τα έθιμα, λέει, της Κρήτης τ’ απαρχαιωμένα, γέλασε κιόλας, ειρωνεύτηκε τους Κρητικούς κι ευτύς, τα πυκνόφρυδα του Μανούσακα σκεπάσανε τα μάτια του, μα κρατήθηκε. Είπε κι ο Γύπας τα δικά του πως, τάχα, ο Χριστός ήτανε μουρτάρης κι η Μαγδαληνή τα είχε μαζί του, πήρε φόρα κι η Καλύψω με το παρδαλό φουστάνι και τον άσπρο απ’ τα μπογιαντίσματα κόρφο τον πολυδουλεμένο, είπε τον προστάτη Άγιο Μηνά, Νιόνιο, φουσκώσανε τα στήθια των Κρητικώνε, κοντέψανε να αναποδογυρίσουν με τις ανασαμιές τους τραπεζοκαρέκλες. Άρπαξε ο Μανούσακας την μπουκάλα, άδειασε τη μισή ρακή στο λαρύγγι του, συννέφιασε κι άλλο, δάγκασε το κιτρινισμένο του μουστάκι, έσφιξε το κεφαλομάντηλο, χλιμίντρισε, άρπαξε το Γύπα, τον πέταξε στο πεζοδρόμι και στράφηκε στο Διονύση.

«Άμα αγγίξω εσένα, βρε, τι λουγιά σε είπανε, Νιόνιο θαρρώ, ίντα, αντρού όνομα είναι τούτο να, άμα σ’ αγγίξω, λέγω, θα λειώσεις. Μάθε, πως σε σπίτι μαγαρισμένο δεν ξαναπατούμε.»

Στράφηκε στους άλλους που θωρούσανε τρεμάμενοι.

«Δε χωρεί η βρόμα στον τόπο μας. Μηδέ κι εμείς στο βούρκο.»

Γίνηκε πάλι σεισμός, πετάχτηκε στο δρόμο να λευτερωθεί.

Σηκώθηκε κι ο Σήφης, έδωκε μια, κουνήθηκε το χτήρι.

«Οι άντρες, μωρέ, σέβονται τον άντρα. Δε θα μιλήξετε εσείς για τους πατεράδες μας που φέρανε τη λευτεριά ισόβαρη με αίμα, μηδέ για την ακκλησιά και του Αρκαδιού τα αντραγαθήματα», είπε, και ξεπόρτισε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey