Ωω, το Φλασκάκι που μεγάλωσε!

15/02/2013 - 14:41

Έκανε ένα πηδαράκι αστείο, τράβηξε τα μανικάκια αψηλά κι ας ήτανε αδύναμα σαν καλαμάκια τα μπρατσάκια του, έφτιαξε το μαλλί, χάδεψε το ψεύτικο μουστάκι, ύψωσε κοκορίστικα το κεφάλι και στήθηκε ορθός μπροστά στα άλλα γειτονόπουλα που νομίζανε δα πως θα τους έφερνε στη νίκη.

Εύθυμα, αλλά σοβαρά

«Μηδ’ ύπνον μαλακοίσιν επ’ όμμασι προσδέξασθαι.
Πριν των ημερινών έργων λογίσασθαι έκαστον»
Πυθαγόρας

Έκανε ένα πηδαράκι αστείο, τράβηξε τα μανικάκια αψηλά κι ας ήτανε αδύναμα σαν καλαμάκια τα μπρατσάκια του, έφτιαξε το μαλλί, χάδεψε το ψεύτικο μουστάκι, ύψωσε κοκορίστικα το κεφάλι και στήθηκε ορθός μπροστά στα άλλα γειτονόπουλα που νομίζανε δα πως θα τους έφερνε στη νίκη.

«Είμαστε μεγάλοι κι ισχυροί. Θα εξουσιάσουμε τη γειτονιά όλη!», κακάριξε, κι απάντεχε χειροκροτήματα που ήρθανε σαν παλιό κάλεσμα του γκαρσονιού.

Είχε μαζώξει, μαθές, το Φλασκάκι, όλα τα κοπελάκια της γειτονιάς κι ήθελε να κάνει ασκέρι να πολεμήσουν.

Μα πρώτα να σάξουνε το παλιό σπίτι της θεια-Λενιώς που έχασκε σαν ξεδοντιασμένο γεροντάκι χωρίς πόρτες και παναθύρια, να το κάνουνε, τους είπε, στρατηγείο.

Κοτσάρισε ένα καπέλο από εφημερίδα σαν τα παλιά δίκοχα που το είχε ο οικοδόμος πατέρας του να προστατεύει τα μαλλιά του από τις σκόνες, έβαλε και μια ζώνη που όλο και έφευγε προς τα κάτω γιατί του ερχότανε φαρδιά, έμπηξε κι ένα σκεπάρνι στη μέσα μεριά το πανταλόνι, πίστεψε πως ήτανε σωστός εργολάβος και κίνησε.

Μπροστά ο Φλασκάκης με τα σύνεργα του πατέρα του, πίσω τα υποδέλοιπα κοπελάκια, καμμιά δεκαριά θε να ‘τανε, ζητωκραυγάζανε που θα σάζανε δικό τους στέκι να παίζουν, να μαλώνουν, να ζωγραφίζουν ή να κεντούν και προ παντός να σκαρώνουν τρακατρούκες.

«Θα τους νικήσουμε», έκραζε το Φλασκάκι.

Πιστέψανε τον αρχηγό τους που τον είδανε σαν πετεινό φουσκωμένο, με εργαλεία που έπαιρνε κρυφά απ’ την αποθήκη, μια και δυο στο έργο το μεγαλεπήβολο. Τους έλεγε το Φλασάκι πως όλα καλά βαδίζανε, πως είχε μαζωμένα λεφτά και πως σα μεγαλώνανε ακόμα λίγο, θα κάνανε και συμμορία αήττητη να εξουσιάζουν τη γειτονιά ολάκερη. Κι όλο να σκουπίζει μύτη και σάλια.

Πάγαινε ο αρχηγός ετούτος καμαρωτός, έπεφτε το χάρτινο καπέλο του, το ξανάβαζε, μέχρι που ήθελε να ζωγραφίσει και τρία αστέρια απάνω να γίνει στρατηγός, έπεφτε και το παντελόνι που δεν ήξερε τη ζώνη να στενέψει, μα τίποτα δεν τον εμπόδιζε να έχει τη μεγάλη ιδέα του ηγέτη και πρωτομάστορα. Έπεσε και το σκεπάρνι μια μέρα, έσπασε το δαχτύλι του, τρέχανε αίματα, βάλανε αλοιφή, πέρασε.

Μίλαγε το Φλασκάκι, πεταγόντουσαν πομφόλυγες απ’ το μεθύσι, περπάταγε, πέφτανε πανταλόνι, κασκέτο, ψεύτικα μουστάκια, αλλά παρίστανε το σκληρό.

Κι όλο μαζεύανε τα χρειαζούμενα με λεφτά κάλπικα, κι όλο μοίραζε υποσχέσεις χαμόγελα και γλυκόλογα, μπορεί και δάκρυα αν το καλνούσε η ώρα. Κι όλο ομόρφαινε η λέσχη τους κι ας ήτανε σάπια, ψεύτικα τα υλικά που βάνανε.

Μέχρι που πιστέψανε πως ο δήμαρχος, ο βουλευτής, μπορεί κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, θα κάμανε τα εγκαίνια.

Τους βλέπανε οι μεγάλοι, γερασμένοι κι απόστρατοι στο διάβα της ζωής, κουνούσανε το κεφάλι, «άσε τα κοπέλια να παίξουν», λέγανε.

Μα αντί για τον πρωθυπουργό και δήμαρχο που ονειρευόντουσαν, ήρθανε τα συνεργεία του δήμου και μαζέψανε τα μπάζα, γιατί δεν άργησε να γκρεμιστεί ολάκερο το οικοδόμημά τους.

Κι αντί για «μπράβο» και βραβεία, φάγανε της χρονιάς τους, το Φλασκάκι κι η παρέα, γιατί κάλεσε την αστυνομία η θεια-Λενιώ που χαλάσανε το σπίτι της.

Μυαλό όμως δεν έβαλε, κι όλο έτρεχε, κι όλο το πανταλόνι του μάζευε κι οι υποτακτικοί τον ζηλεύανε και θέλανε τη θέση του να πάρουν, ώσπου μια μέρα ανοίξανε ένα λάκκο κι ως έτρεχε έπεσε μέσα, τον πήγανε στο νοσοκομείο κι ανέλαβε ο Τσουρουφλής την αρχηγεία.

Με τούτα τα καμώματα, όμως, γίνηκε ρεζίλι της γειτονιάς, τον διώχνανε, πήρε τη μεγάλη απόφαση, σε άλλη πολιτεία πήγε κι αρχίνηξε, κουβέντα στην κουβέντα, καινούργια κοπέλια να μαζώνει. Όμως καταλάβανε πως χαζόφερνε, ρωτήξανε, μάθανε τα κατορθώματά του κι αρχίσανε το κορόιδεμα. Αλλά κι αυτό σπουδαίο τού φαινότανε και καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι. Κι ακόμα ένα, τον βαφτίσανε προφέσορα, και τον φωνάζανε σε τόπους πολλούς να μιλά, για να γελάνε.

Κι όλο καμάρωνε κι υπερηφανευόταν πως τόσοι νομάτοι τρέχανε να τον δούνε, και πως ήτανε, λέει, αξιοθέατος. Κι ακόμα, ν’ ακούσουν θέλανε, πώς τα κατάφερε το οικοδόμημα να γκρεμίσει, μην κάνουνε κι αυτοί το λάθος το μεγάλο.

Μέχρι, είπανε, και στο Χόλλυγουντ θα τον στέρνανε, σταρ για να γίνει.

Κι όταν ξύπνησε το Φλασκάκι, έτρεμε απ’ τον ιδρώτα για τούτο τον εφιάλτη που είδε στον ύπνο του.

Λες να ‘τανε αλήθεια; Σκέφτεται.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey