Μπάνιο καταχείμωνο στη θάλασσα

25/01/2013 - 15:22

Σηκώνεσαι την αυγή κακόκεφος, τουρτουρίζεις, με το χνώτο σου πασκίζεις να ξεμανταλώσεις τα δάχτυλα που έχουν σκεβρώσει, το νερό έρχεται παγωμένο, σκέφτεσαι να πλυθείς ή όχι και ρίχνεις ξύλα μπόλικα στο τζάκι να σπάσει η κρυσταλλιασμένη ατμόσφαιρα.

Σηκώνεσαι την αυγή κακόκεφος, τουρτουρίζεις, με το χνώτο σου πασκίζεις να ξεμανταλώσεις τα δάχτυλα που έχουν σκεβρώσει, το νερό έρχεται παγωμένο, σκέφτεσαι να πλυθείς ή όχι και ρίχνεις ξύλα μπόλικα στο τζάκι να σπάσει η κρυσταλλιασμένη ατμόσφαιρα.

Θωρείς τον υδράργυρο, κολλημένος στους εννιά βαθμούς, τρεμούλα πιο δυνατή σε συγκλονίζει, να κι άλλα πελεκούδια στην αδηφάγα φωτιά, πηδηματάκια κάνεις να ζεσταθείς, ανοίγεις τα παραθύρια να φύγει το πλουτώνιο, να και λίγο γυμναστική, ξύπνησες για καλά. Το νιώθεις. Το αίμα τρέχει πιο γλήγορα στ’ αυλάκια του, κι αρχίζεις να παίρνεις βαθιές τις ανάσες να εισορμήσει μπόλικο το οξυγόνο, να δουλέψει το καμίνι σωστά και γλήγορα. Κι ως βαθιανασαίνεις, σου ‘ρχεται η όρεξη, να ρουφήξεις πεθυμάς ολάκερη την καινούργια μέρα που ξεκινάει.

Κι έτσι, μπαίνεις στη ρουτίνα μιας ατμομηχανής που βολοδέρνει ολημερίς σε χωράφια, κήπους, ακρογιαλιά, κουζίνα ή μαγεριό, μεροκάματο ή ποδαριού τις δουλειές κι η αφεντιά μου στο γραφείο με απλωμένα χαρτιά μολύβια και το βασανιστικό υπολογιστή σε δράση.

Να μουτσουρώσω κι απόψε θέλω την ασπράδα του χαρτιού, να τη γιομίσω σύμβολα και να μοιραστούμε για άλλη μια φορά σκέψεις, κραυγές κι αιστήματα.

Μα σαν έρχεται το μεσημεριάτικο ξεφάντωμα της φύσης, αφήνω ανάκατα τα πάντα, για να βρεθώ στο σφιχταγκάλιασμά της.

Τ’ απόγεμα πάλι τα λέμε, φίλοι μου αγαπημένοι.

Ως τότε, έλα, πιάσε το χέρι μου, δε θα σκαρφαλώσουμε απόψε στην οροκορφή, στην απλουδερή ισιάδα, στο κατάγιαλο θε να σταθούμε που το θωπεύουν καματερά τα κύματα. Και μη θαρρείς πως δε θα αντέξεις;

Μπορεί να φοβηθείς, μα έλα, ξυπολύσου, δεν κρυώνεις. Βάνε πρώτα στο γιαλό τα πόδια να νιώσεις το βελόνιασμα. Θα αρέσει. Άσφαλτο εργαστήρι οι φλέγες, στέλνουνε αίμα περίσσιο, ζεσταίνεσαι αυτοστιγμεί.

Να δεις, θα νιώσεις κοπέλι αμούστακο ή κοπελιά κι ας σέρνεις κάμποσες δεκαετίες στην πλάτη σου. Ακούς τους σφυγμούς πιο γλήγορους κι ένας μαγνήτης σε καλεί.

«Έλα, μπες μέσα. Μη χασομεράς. Δεν είναι φρούριο απόρθητο. Φτάνει να το πιστέψεις σαν την ψυχή των Ελλήνων σε τίμιους αγώνες. Δες το αίμα; χοχλακίζει.»

Κι αφού νοητικά δεχτείς το ασύλληπτο, ευτύς, πετάς τα ρούχα, γίνεσαι δυνατός, κάνεις σταθερούς βηματισμούς, δέχεσαι σκάγια αιχμηρά στην αρχή που όλο και μαλακώνουν, κι όλο προχωρείς σε τούτο τον κρυμμένο θησαυρό που, θυμήσου με, θε να γενεί ευτυχία. Και σφρίγος. Και οίστρος δημιουργικός.

Αυτοσυγκεντρώσου, Κβαντικέ μου οδοιπόρε. Δες τώρα; Νιώθεις κυρίαρχος. Εισχωρείς, χώνεσαι στο υγρό στοιχείο που σε φροντίζει. Δεν κρυώνεις πια. Χαίρεσαι. Μια αλλιώτικη χαρά και ζωντάνια. Λησμονείς προβλήματα κι αρρώστιες ψυχικές, όλα θεραπεύονται κι ένα μονάχα έχεις κατά νου. Να απολαύσεις βαθιά με όλες σου τις αιστήσεις τη νίκη που σε κατακλύζει.

Κι ένα παράξενο συναίστημα σε διαπερνά, πως γίνεσαι καταχτητής της ζωής και η παγωμένη αρμύρα εισχωρεί βαθιά στο κορμί σου, χημικές αντιδράσεις γίνονται, οσμώσεις, πληθιαίνουν οι φρουροί σου τα αιμοσφαίρια, πυρομαχικά γίνονται, αντισώματα, να πολεμήσουν κάθε εχτρό και μικρόβιο.

«Είναι τυχερός όποιος νιώσει τούτες τις εμπειρίες και το μεθύσι», μου ξεπέταξε ο Νεκτάριος επροψέ, δέκα του Γενάρη, σαν κάθονταν στο χειμωνιάτικο ολόδοντο ήλιο με το μαγιό κι απολάμβανε τον καφέ του.

Κι η κυρά Φωτεινώ, η κρυουλιάρα, που ως πέρσι δεν μπόραγε μηδέ να διανοηθεί πως θα βρέξει τα πόδια της Γενάρη μήνα, κι αυτή έρχεται από κοντά, τάχα να με συντροφέψει και δες την, σιγανά, πιάνει τη μπλούζα της κι ως να το ξανασκεφτεί απομένει με το μαγιό της.

«Να μπω;», ρωτάει.

«Δοκίμασε», αποκρίνομαι.

Και τη βλέπω σαν την πονηρή νυφίτσα βουτάει κι υστερνά δεν της κάνει κέφι να βγει.

«Ζεστό είναι το νερό. Δεν κρυώνω.»

Κι ως τελειώνει η εκστρατεία ετούτη, γυμναστική, καλό φαΐ και κρασί να αποκατασταθεί η τάξη των πραγμάτων.

Μα, έλα να σου πω.

Μη σηκωθείς αύριο και μπλουμ στο παγωμένο νερό; Δε θέλω εμφράγματα και πνευμονίες, ε;

Χρειάζεται μέθοδος και προ παντός από το καλοκαίρι να μη σταματήσεις. Να δεις πώς θα συνηθίσεις; Καλού κακού όμως, να κάνεις και μια επίσκεψη στον καρδιογιατρό να σε αφουγκραστεί.

Μην πάρω κι άλλα κρίματα στο λαιμό μου.

Καλύτερα στην παγωμένη θάλασσα, παρά στα καζάνια με την πίσσα, κατά πού λένε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey