Το κακομαθημένο κοπέλι

04/01/2013 - 13:24

Χριστούγεννα απαντέχανε, γιορτάδες μέρες μαθές, μαζώξανε απ’ το υστέρημά τους, επήγανε διακοπές, προσκαλεσμένοι εκεί, Λαγονήσι μεριά, δίπλα στη Σαρωνίδα.

Χριστούγεννα απαντέχανε, γιορτάδες μέρες μαθές, μαζώξανε απ’ το υστέρημά τους, επήγανε διακοπές, προσκαλεσμένοι εκεί, Λαγονήσι μεριά, δίπλα στη Σαρωνίδα.

Τους είδε ο Δίας απ’ τον Όλυμπο, τους συμπάθησε, έπεψε διαταγή στο Θεό των ανέμων:

«Πρώιμα, ω Αίολε, για της Αλκυόνης τα νεογνά, σταμάτα το φυσομάνι.»

Ρέμησαν ευτύς τα φυλλόδεντρα, ζέστανε ο καιρός, τα κύματα σωπάσαν, πλάτιασε νωχελικά ο γιαλός κι ο ήλιος, περήφανος και λαμπερός φάνηκε μεσούρανα. Λες κι ήταν καλοκαίρι. Και σκόρπαγε φως, πολύ φως, μα ήταν κατά που λέει ο λαός, ήλιος με τα δόντια.

Ξεπρόβαλε τότεσου, μικρή και κακομαθημένη, η κόρη τους, έξι χρονώ και κάτι, πήρε δρόμο, κουτρουβάλησε προς τη θάλασσα μονάχη, κοχύλια, λέει, ήθελε να μαζώξει. Στραφτάλιζε το πέλαγος, είδε τον ήλιο αψηλά, μεγάλο, να την πυρώνει, πέταξε ζακέτα και παπούτσια κι άρχισε να τσαλαβουτάει. Όλο και πιο βαθιά επήγαινε, γέλαγε, χτυπούσε παλαμάκια και ξένοιαστη πάσκισε μια πεταλίδα να ξεκολλήσει. Μα δεν ήτανε εύκολη δουλειά, μάτωσε, τσίριξε, πόνος ήταν, πέρασε.

Άξαφνα ανησύχησαν οι γονείς που δεν ήτανε κοντά τους, φοβήθηκαν μη χάθηκε, τους ζώσανε τα φίδια. Τη φωνάζανε, τους άκουγε αυτή, δεν απαντούσε, μέχρι που την ανακάλυψαν κι ηρέμησαν προς στιγμήν, μα τρόμαξαν, ο κίνδυνος άμεσος, με τα βράχια απότομα και το βάθος μεγάλο. Κι αυτή, να χοροπηδάει. Την καλούσανε, δε γύριζε, μα το κρύο ήταν ύπουλο και άρχισε να βήχει.

Στο σπίτι κι αν της έλεγαν, δεν ήθελε να πάει, ξυπόλυτη περπατούσε, κι ο δρόμος ολοχάλικος εγίνηκε αψύς, βήμα δεν μπόραγε να ρίξει. Της λέγανε να βάλει παπούτσια, να τη σηκώσουν για να φύγουν, μα κείνη το πείσμα της, δεν κούναγε ούτε ρούπι. Περίμεναν κάμποσο, της μιλούσαν, αυτή γελούσε.

Τότε την άφησαν μεσόστρατα και φύγανε, έκλεγε να γυρίσουν, να τους παιδέψει κι άλλο, μα δεν της πέρασε.

Κρυφτήκανε πίσω από το φράχτη, την έβλεπαν να κλαψουρίζει, μα γρήγορα πέταξε στη θάλασσα εγωισμό, πείσματα τερτίπια και πήγε στο σπίτι με μουτζουρεμένα, όλο δάκρια τα μάγουλά της.

Κι άλλα τέτοια μαθήματα γινήκανε, αναγκάστηκε, άλλαξε τακτική, έγινε υπάκουη, διάβαζε, μεγάλωσε, δούλεψε, και στη ζωή της μια χαρά τα πήγε.

Ο μοναχογιός όμως του γείτονα, όλα δικά του τα ‘χε, καλός ο μπαμπάς και η μάνα, μα, τον αναθρέψανε λάθος. Χατίρι ποτέ δεν του χάλασαν, μηδέ ναρκωτικά σαν πήρε.

Γι’ αυτό και μιαν αυγή πήρε κρυφά λεφτά απ’ του πατέρα του την τσάντα.

«Δεν πειράζει», είπανε, «δικό μας είναι το παιδί, δικό μας και το ταμείο. Σε ξένο να μην πάει», κι άντε λεφτά πιο πολλά τού δίνανε, μέχρι να μεγαλώσει.

Τότε κι αυτός που του άρεσε η πρώτη η κλοπή του, γρήγορα τη δευτέρωσε, σε ξένο πορτοφόλι. Γιατί πάντα ήθελε πολλά λεφτά, ταξίδια, τζόγο, σκονάκια και κομπίνες να σκαρώνει.

Έτσι πήγαινε η ζωή του λάθος, έκανε και φυλακή για λίγες μέρες γιατί λεφτά είχε ο πατέρας του τον έβγαλε, κι άλλα τέτοια. Κι όταν χρειάστηκε να γίνει νομοταγής και τίμιος οικογενειάρχης τα βρήκε όπως λέει πάλι ο λαός, μπαστούνια. Ήταν πολύ αργά, βλέπεις, σχεδόν αδύνατο να ξεκολλήσει απ’ την ασυδοσία.

Κι όταν έπεσε γενική η κρίση, κακά χαμπάρια Παντελή, αδέρφια μου τρεχάτε. Σφίξε ζωνάρι και πουγκί, του είπανε, κομμένα ταξίδια και ξενύχτια, μα τότε δεν μπορούσε. Αρχίνηξε ύβρεις, καταλήψεις κι απεργίες.

Η πρώτη κόρη όμως που είδαμε, συνήθισε σε όλα, φαΐ πιο λίγο, τίμιο κι μυρωμένο, γιατί πάντα της με το νόμο πήγαινε και τίποτα δε φοβόταν.

Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, εσύ που με διαβάζεις, ήμασταν, το ξέρεις καλά, ένας περήφανος λαός, μα η διαφθορά έφερε περιουσίες βρόμικες, ψεύτικα μεγαλεία που όμως, έφτασε ο κόμπος πια στο χτένι, δεν πάει άλλο. Τζάμπα, θαρρώ, τρωγόμαστε. Ριζική αλλαγή χρειάζεται κι όχι δανεικά να πληρώνουμε τα χρέη μας.

Και τώρα, ζητάνε οι βάρβαροι από εμάς ν’ αλλάξουμε νοοτροπία. Γι’ αυτό μάς κακοφαίνεται, και δεν είναι αστεία. Μα την αλήθεια, νερό χρειαζόμαστε να βάλουμε στο κρασί μας και τίμιο αγώνα.

Πρωτίστως, όμως, ενωμένοι και παλικαρίσια, να γίνουμε πάλι λεύτεροι και περήφανοι, όπως μας αξίζει.

Κι αφού τα έψαλα σε όλους εμάς, για καπάκι αφήκα τη λαϊκή μας πάλι ρήση, πως, πάντοτε, από την κεφαλή βρομάει το ψάρι. 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey