Η διαδικασία, που λέγαμε…

28/12/2012 - 14:08

Τελεύει ο χρόνος ετούτος, νάτος, τα μπαουλάκια του αναμαζώνει, δε μπορώ να πω αν εμασευχαρίστησε, μα ούτε και να τον αποπάρω, γιατί την υγειά μας έχουμε, άλλοι, να σα τον αδερφό μου βιαστήκανε να φύγουν, φχαρίστησα το Θεό που πορπατώ ντρέτα, κι ως έκατσα σ’ ένα αγκωνάρι να διαλογιστώ, λέγω, δε σκαλίζουμε τις παιδικές μας εικόνες ζωγραφισμένες εκεί πίσω, στα μόρια της μνήμης μπας και νιούτσικοι γενούμε μια ουλιά που λέμε στην Κρήτη; 

Εύθυμο, αλλά Πρωτοχρονιάτικο

Τελεύει ο χρόνος ετούτος, νάτος, τα μπαουλάκια του αναμαζώνει, δε μπορώ να πω αν εμασευχαρίστησε, μα ούτε και να τον αποπάρω, γιατί την υγειά μας έχουμε, άλλοι, να σα τον αδερφό μου βιαστήκανε να φύγουν, φχαρίστησα το Θεό που πορπατώ ντρέτα, κι ως έκατσα σ’ ένα αγκωνάρι να διαλογιστώ, λέγω, δε σκαλίζουμε τις παιδικές μας εικόνες ζωγραφισμένες εκεί πίσω, στα μόρια της μνήμης μπας και νιούτσικοι γενούμε μια ουλιά που λέμε στην Κρήτη; 

Μούρθανε στο νου όλες οι γιορτάδες μέρες κι αρχίνηξα να τσι ζυγιάζω. 

Ήτανε που λες το Πάσχα, ήτανε τα Χριστούγεννα, μα η Πρωτοχρονιά, άλλο πράμα! 

Δε λέω, μου αρέσανε τα αυγά τα κόκκινα και τα πλεξιδωτά κουλούρια που καμιά φορά μυρίζανε αυγίλα και βουτυρίλα, καλά και τα μελομακάρονα μπορεί και κανένας κουραμπιές, αλλά σα τη βασιλόπιτα τίποτα δεν παράβγαινε. 

Κι όχι πως ήτανε πιο νόστιμη, μα ήτανε πιο μεγάλο το κομμάτι και προπαντός, η διαδικασία. 

Ωωχ, και νάσου τώρα πρωτοχρονιάτικα που μου μπήκε ο πειρασμός! Τι κι αν ήμουνα εσώκλειστος στο Άγιο Όρος ολάκερο καλοκαίρι. Μυαλό δεν έβαλα. Το κουσούρι, λένε πως είναι κάτω απ’ την ψυχή. Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι υστερνά το κουσούρι. 

Που λέτε, καθόταν ο φουκαράς ο γέρο ψαράς με το καλαμίδι και ψάρευε όλη μέρα να θρέψει τα μωρά του, έπιανε κάνε μισό κιλό μαριδούλα, τα τάιζε μια μέρα. 

Κάθε ψαρομέρα, γύριζε με το ζεμπίλι μισόγεμο. Κάποια μέρα όμως, φάνηκε ένας άλλος ψαράς, σύγχρονος όμως, με τα καλάμια τα μοντέρνα, τα κόλπα τα ωραία, πετονιές, αγκίστρια ασημένια, φραπ, φρουπ, έπιανε ένα σωρό ψάρια πρώτης διαλογής και μετά, τα πέταγε στο γιαλό. 

Μια, δυο, το ίδιο βιολί. Οπότε ο φουκαράς από δίπλα, λέει στον τύπο. 

- Ρε φίλε, συγνώμην δηλαδή, αλλά με το θάρρος, να σε ρωτήξω. Έρχεσαι εδώ, βγάζεις τόσα ψάρια, ωραία, πρώτο πράμα, και μετά τα πετάς. Τότε; Γιατί ψαρεύεις; 

- Άκου να σου πω, απάντησε ο τύπος, εμένα δεν μου αρέσουν τα ψάρια αλλά να, μου αρέσει η διαδικασία. 

- Δε τα δίνεις τότε σε μένα που έχω πέντε παιδιά να ταΐσω; 

Και τον ρωτά ο τύπος: 

- Και καλά ρε φίλε, αφού δεν έχεις να τα ταΐσεις, τι τα θες τόσα παιδιά; 

- Άκου να δεις, δεν είναι τα παιδιά, αλλά να, μου αρέσει η διαδικασία!… 

Και που λέτε δεν ήταν η Βασιλόπιτα, όσο, η διαδικασία. Ξέρεις εσύ, ο τώρα, τι θα πει, ο του προ εξήντα χρόνια, να κάτσεις μαζί με τους μεγάλους μέχρι τα μεσάνυχτα μπορεί και παραπέρα; Και να μιλάμε, να τραγουδάμε, μπορεί και να χορεύουμε, δηλαδή σταφύλια να τσαλαπατάμε, μαζί τους; Νιώθαμε κι εμείς μεγάλοι. 

Και μετά, το καρδιοχτύπι, σαν έκοβε η μαμά τη βασιλόπιτα και περιμέναμε με κομμένη ανάσα σε ποιον θα πέσει το φλουρί! Γιατί ναι, τότε, φλουρί βάνανε για την τύχη. Άλλο αν μας έπεφτε, μας το παίρνανε πίσω να μας το δώσουν προίκα άμα παντρευόμασταν. Ζήσε γάιδαρε, που λένε. 

Και τα καλά της Πρωτοχρονιάς, δε σταματάγανε εδώ. 

Πρωί-πρωί, με τα άστρα ξυπνούσα, να κάνω το ποδαρικό. Σε όλη τη γειτονιά πάγαινα μια κι είχα βγάλει όνομα καλοπόδαρου. Γι’ αυτό και προκόψανε όλοι εξόν από μένα. Το γούρι όλο προς τα κει τόστειλα. 

Με κερνούσανε που λέτε σαν έμπαινα στο σπίτι, κατά το Αντισσαίικο έθιμο, με τη μαλλιαρή πέτρα, το ρόδι και το λιόκλαδο αγκαλιά, μου δίνανε γλυκά, καραμέλες, μανταρίνια που φέρνανε απ’ τα Παράκοιλα μέχρι και κάστανα απ’ την Αγιάσο. Κι άντε τώρα παιδαρέλι μαχμουρλίδικο εγώ, να μπαίνω αμίληχτος στα σπίτια, στης κυρά Παναγιώτας της χήρας, της Ευρύκλειας της κουτσομπόλας, της Χριστίνας της κουφής, της Θιουντσούλας της αγίας, της Χαρίκλειας της κουτσής, όλες ανοιχτά είχανε την πόρτα, ανοιχτά και τα στήθια τους που δεν είχανε προλάβει να σενιαριστούνε και δε λογαριάζανε το μπόμπιρα εμένα, γιατί δεν ξέρανε πως μικρός, ναι, αλλά μου άρεσε νοητικά και μένα η διαδικασία που λέγαμε, κι άντε να ανακατώνομαι πολλώ λογιώ, και ένα σωρό τέτοια. 

Γι’ αυτό σου λέω Πρωτοχρονιά και πάλι Πρωτοχρονιά.

Και το Αγιοβασιλιάτικο τραγούδι που λέγαμε στο χωριό μας την Άντισσα να το πω και δανά μπας και με καλοδεί η αρχόντισσα του αρχισυντάκτη η κυρά μας. 

Καλημέρα τσι τ’ Αγιού Βασλιού

Γεια σ’ χαρά γεια σ’ Βασίλ

Καλουσύν’ μαλουσύν’

ούλου μάλαμα τς ασήμ’…

Καλή Πρωτοχρονιά φίλοι μου, υγεία, κι ας αισιοδοξούμε για τον καινούργιο χρόνο. 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey