Ημέρες θλίψης

18/12/2012 - 17:25

Μέρες τώρα βρέχει, έπειτα βγαίνει ο ήλιος. Κάνει να ζεστάνει, ύστερα πιάνει ένας τρελός νοτιάς, ξαναβγαίνει ο ήλιος κι έπειτα κρύο.

Μέρες τώρα βρέχει, έπειτα βγαίνει ο ήλιος. Κάνει να ζεστάνει, ύστερα πιάνει ένας τρελός νοτιάς, ξαναβγαίνει ο ήλιος κι έπειτα κρύο. Θαρρείς και πασχίζουμε όλοι μαζί να κρατηθούμε σ’ ένα παράξενο φθινόπωρο, που δεν τελειώνει, μια άλλη εποχή (εκτός των τεσσάρων), απροσδιόριστη, που δεν ξέρουμε καν τ’ όνομά της, γιατί φοβόμαστε (έτσι μου φαίνεται) μη μπει ο χειμώνας, με βουτηχτούμε όλοι μαζί στο απόλυτο κρύο, στην παγωνιά που θα φτάσει, φοβάμαι, ως τις καρδιές μας.

Μας σκιάζουν οι βροχές και οι μπόρες που φυσιολογικά έρχονται, και βλέπουμε με δυσπιστία τα σύννεφα και το κρύο.

Μα περισσότερο φοβόμαστε, θαρρώ, εκείνο το απόλυτο τίποτα, που θα ξεχυθεί σα δηλητήριο τις επόμενες μέρες στις καρδιές μας. Δίχως στάλα ελπίδας.

Αυτή η μικρούλα λέξη, η τόσο όμορφη, η τόσο ζεστή, τόσο γλυκιά, που χωρά σε τόση απελπισία.

Φοβόμαστε τη ματαιότητα των ημερών που ζούμε και που βουτηχτήκαμε ανήμποροι να σηκωθούμε.

Γι’ αυτό βγαίνω έξω μόλις δω να λάμψει μια μικρή ηλιαχτίδα πίσω απ’ τα σύννεφα. Κάθομαι στην ερημιά του λιμανιού διαβάζοντας ξανά Ρίτσο ή Σεφέρη. Βλέπω τα ψαροκάικα να φεύγουν θορυβώδικα για μια μικρή βόλτα ή μια μικρή ψαριά και ν’ αλαργεύουν. Λιγοστός ο κόσμος πια, σχεδόν κανένας, εκτός από κανά - δυο ψαράδες που συνομιλούν και συμμαζεύουν τα δίχτυα τους μη τυχόν και ξαναπάρει δυνατός άνεμος και τα κομματιάσει. Κάτι γάτες τρώνε ξεραμένα ψάρια και πίνουν νερό απ’ τις λιμνούλες που σχηματίστηκαν ανάμεσα στις πέτρες απ’ τη βροχή.

«Μου αρκούν αυτά;», μου καρφώνεται στο μυαλό αυτή η ερώτηση καθώς σταματώ να διαβάζω και παρατηρώ γύρω μου.

Μου αρκεί, ναι, αυτό το όμορφο και ήρεμο τοπίο. Μου αρκεί η θάλασσα που τρέχει και σκορπίζεται ελεύθερα στον άνεμο. Μου αρκεί να βλέπω απέναντί μου τις έρημες ακρογιαλιές, ν’ ανεβαίνει η ματιά μου ψηλά στο επιβλητικό Κάστρο, στο όμορφο καμπαναριό του Ταξιάρχη. Μου αρκούν οι μυρωδιές της βροχής, του νωπού χώματος, των βρεγμένων δέντρων. Μου αρκεί, ναι, που ακούω τα τιτιβίσματα των πουλιών που μόλις βγαίνει ο ήλιος, ξεθαρρεύουν κι αρχίζουν να φωνάζουν και να μαλώνουν μεταξύ τους! Μου αρκεί να ακούω το δυνατό κρώξιμο των γλάρων και τον παφλασμό των κυμάτων ενίοτε. Μου αρκούν...

«Σαν να ξάνοιξε ο καιρός. Παίρνω σιγά σιγά τον ανήφορο, κείνον με τις φαγωμένες, ανώμαλες πλάκες που μ’ αρέσει. Περπατώ βλέποντας χρόνους πολλούς πίσω από το κάλυμμα της συνήθειας... Αποδίδω τη δέουσα βαρύτητα στη σημασία που έχει ένας τενεκές με ηλιοτρόπιο στο κεφαλόσκαλο μιας εσωτερικής αυλής.» (Οδυσσέας Ελύτης)

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey