Δημοσιοαραλίκι

14/12/2012 - 14:48

Μολυβί έπεφτε το πέπλο να σκεπάσει σπίτια κι αθρώπους στο μικρό χωριό τα Τεμένια, εκεί στο αιγαιοπελαγίτικο μοσκονήσι, κι έσφιγγε ο Λεωνής το μάλλινο πεσκίρι ολόγυρα το λαιμό του μην τον ξανάβρει πάλι αυτός ο καταραμένος βήχας που μέχρι τα πνευμόνια του πείραξε, σα βρόντηξε αλαφρά την πόρτα.

Μολυβί έπεφτε το πέπλο να σκεπάσει σπίτια κι αθρώπους στο μικρό χωριό τα Τεμένια, εκεί στο αιγαιοπελαγίτικο μοσκονήσι, κι έσφιγγε ο Λεωνής το μάλλινο πεσκίρι ολόγυρα το λαιμό του μην τον ξανάβρει πάλι αυτός ο καταραμένος βήχας που μέχρι τα πνευμόνια του πείραξε, σα βρόντηξε αλαφρά την πόρτα. Ανάγκη ήταν να δει τη θεια του τη Θεοχαρούλα προτού φύγει Αθήνα. Είχε τελέψει βλέπεις το οχτατάξιο γυμνάσιο κι ο πατέρας του, φτωχός μα τίμιος δουλευτής τον ήθελε σπουδαγμένο και στρατηγό ή μεγαλογιατρό, μα εκείνος θεατρίνος ήθελε, καβγάδες κάθε μέρα, δάσκαλος ή τσαγκάρης συφωνήσανε να γίνει.

«Ποιος είναι;», ακούστηκε αδύναμη η φωνούλα της Θεοχαρούλας που έδενε σφιχτά το σπάγκο, αντί για άλλη ζώνη, μη πέσει το μεσοφόρι κι ήτανε ντροπής να δει, όποιος και να ‘ταν, τη γύμνια της. «Τι κι αν έχω γεράσει; Δώδεκα χρόνια ανέγγιχτη, τσιτωμένο το κρέας, σε πειρασμούς θα τον εβάνω», σκεφτότανε. Κι ως ξεμαντάλωσε την πόρτα, χύθηκε παγωμένος ο αγέρας που τόσην ώρα τρύπωνε σαν τον κλέφτη απ’ τα αναργεμένα σανίδια, κι ευτύς γιόμισε η κάμαρης ευωδιά απ’ του παλικαριού το δρασκέλισμα.

Κρύωνε η άμοιρη, κουκουλωμένη ήντουνα μια μαύρη μπέρτα και στη μέση της κάμαρης ένα μαγκάλι με τα μισαναμμένα κάρβουνα να σπιθοβολούνε.

«Καλώστο το μοναχανίψι μου, το καμάρι μας», είπε και τον έσφιξε αδύναμα στην αγκαλιά της.

Του έδειξε τον παλιό καναπέ, μα ο Λεωνής βιαζότανε.

«Χαράματα φεύγω κι ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω.»

«Στα εφτά καλά να πας. Και καλή πρόοδο.»

«Φχαριστώ, θείτσα μου.»

«Να μου στέρνεις κανένα γραμματάκι να σε ξελαχταρώ. Μη με ξεχάσεις;»

«Ποτέ δεν ξεχνιέται η θεία μου.»

Διπλώθηκε μετά ο νιος, σχεδόν γονάτισε, δευτερομάνα, μαθές, τη λογάριαζε που τον θήλαζε σαν είχε στερέψει η μάνα του με το χαμό του πατέρα του, φίλησε το χέρι της κι ορθώθηκε συγκινημένος να φύγει.

«Την ευκή μου να ‘χεις. Μα κοίτα να διαβάζεις. Όχι μόνο κοριτσόπουλα και βόλτες; Να τελέψεις τα σκολειά, να γίνεις δημόσιος υπάλληλος, παιδάκι μου. Να γεμίσει το έντερό σου, να κάνεις κοιλιά σαν τους άρχοντες.»

Και δώσ’ του διάβασμα ο Λεωνής, καλόγερος κόντεψε να γίνει, τέλεψε σκολειά και φανταριλίκι, να πιάσει δουλειά στο Δημόσιο θέλησε, δεν ήταν κι εύκολο, χαρτιά και παραχαρτιά, γιατρούς κι ακτινογραφίες πως είναι δα στο νου και στο σώμα ικανός για να βαστήξει στους ώμους του ολάκερη υπηρεσία. «Γραφεύς β΄ τάξεως» στην αρχή κι άμα είναι εργατικός κι αποδοτικός, θα παίρνει προαγωγές κι αυξήσεις. Σωστά πράματα και τίμια. Του πέψανε χαμπάρι να περάσει απ’ του βουλευτή το γραφείο, μα αυτός ντροπαλός και περήφανος ως ήτανε, δεν πήγε, τον στείλανε «γραφέα γ΄» στη Μακεδονία γιατί, λέει, στον τόπο του ο «γραφεύς γ΄», μπορεί να κάνει χατίρια στους γνωστούς του, μα κυρίως θα δουλεύει στα πατρικά του χωράφια εις βάρος του Κράτους. Όμορφα, παστρικά πράματα κι ηθικά.

Τώρα, γιατί καμπόσοι που περάσανε απ’ του βουλευτή το γραφείο διορίστηκαν στο χωριό τους δίπλα, δεν το κατάλαβε, μηδέ και τον απασχολούσε. Εκείνο που με πάθος φρόντιζε, όσο κι αν τον περιπαίζανε οι άλλοι, ήταν να δουλεύει σκληρά, να περάσουν τα δυο χρόνια κι από δόκιμος να γίνει εφ’ όρου ζωής μόνιμος υπάλληλος και να παίρνει προαγωγές. Μέχρι υπουργός, λέει, μπορούσε, να φτάξει. Και να, δουλειά! Σωστά, τίμια, με ζήλο. Πρώτος ερχόταν, τελευταίος έφευγε. Γιατί ο Λεωνής φοβότανε τις εκθέσεις ικανότητος που κάθε Δεκέμβρη έκανε ο διευθυντής του.

Όποιος δεν ήταν παραγωγικός, πειθαρχικός κι ηθικός, είχε συνέπειες. Να, ο Τζέτζας, καλό παιδί και δουλευτής, δεν μπορώ να πω, όμως λίγο ζωηρούλης μάς βγήκε, τα ‘φτιαξε με τη γραμματέα του τμηματάρχη, κάνανε και κάτι περιπτύξεις στο γραφείο, τους είδε ο κλητήρας απ’ το παράθυρο, τους κάρφωσε στο διευθυντή, βρέθηκε ο κακομοίρης ο Τζέτζας στην παραμεθόριο.

Τώρα ο Λεωνής, ελαχιστοσυνταξιούχος, θλίβεται που οι δημόσιοι υπάλληλοι απ’ το παναθύρι μπαίνουνε, με γλειψίματα και ρουσφέτια πιάνουν θέσεις ζηλευτές, δε δουλεύουν και κανένας δεν τους ελέγχει, δεν τους τιμωρεί, μηδέ τους αγγίζει.

Και το πιο φριχτό, πως υπάλληλοι, λέει, που καταδικάστηκαν για σοβαρές παρανομίες, κρατούν ακόμα την καρέκλα τους ας είναι και βρομισμένη.

Καλά που δε ζει κι η θεια του η Θεοχαρούλα. Θα τράβαγε τα μαλλιά της.

«Αχ και μου το ‘λεγε η μάνα μου. Η συντέλεια του κόσμου δεν αργεί! Τα βλέπεις ανίψο; Τα βλέπω να λες», θα του ‘λεγε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey