Ένα ταξίδι

05/12/2012 - 14:40

Φαίνεται πως θ’ αργούσε ακόμα ο χειμώνας. Μονάχα ένας δυνατός βοριάς φυσούσε και κουνούσε πέρα - δώθε τις λεύκες. Ψίθυροι που γίνονταν θόρυβοι, ιστία καραβιών που τσάκιζαν και τάραζαν την απόλυτη ησυχία του μεσημεριού και την ερημιά του τοπίου. Κλαδιά που λύγιζαν στο δυνατό φύσημα του ανέμου και σπούσαν μ’ ένα εκκωφαντικό κρατς, και φύλλα που σκορπίζονταν στον αέρα.

Φαίνεται πως θ’ αργούσε ακόμα ο χειμώνας. Μονάχα ένας δυνατός βοριάς φυσούσε και κουνούσε πέρα - δώθε τις λεύκες. Ψίθυροι που γίνονταν θόρυβοι, ιστία καραβιών που τσάκιζαν και τάραζαν την απόλυτη ησυχία του μεσημεριού και την ερημιά του τοπίου. Κλαδιά που λύγιζαν στο δυνατό φύσημα του ανέμου και σπούσαν μ’ ένα εκκωφαντικό κρατς, και φύλλα που σκορπίζονταν στον αέρα. Βάρκες που λικνίζονταν στα κύματα, σ’ έναν τρελό ρυθμό.

Σιωπές που διαλύονταν (τις έπαιρνε τ’ αγέρι).

Ομολογώ πως μου άρεσε αυτός ο καιρός, αυτό το βοριαδάκι που έπαιρνε τις σκέψεις μου και φυσούσε πρίμα στα όνειρά μου. Με ζάλιζε και με μάγευε αυτός ο ήλιος, που ‘βγαινε πανηγυρικά πίσω απ’ τα λιγοστά συννεφάκια που στόλιζαν τον καταγάλανο ουρανό, κάνοντας υπερβολική για την εποχή ζέστη.

Παράταιρος καιρός, όλα παράταιρα τώρα πια... Ένα παρατεταμένο φθινόπωρο, που δεν έπαιρνε τέλος. Μνήμες καλοκαιριών, όνειρα που ξέφευγαν από κάποιο παράθυρο παραμυθιού.

Λες και κάποιος θεός μάς λυπήθηκε, βαρέθηκε την ασχήμια, την κατήφεια των ανθρώπων κι αποφάσισε να ζεστάνει λίγο τις καρδιές και τις μέρες μας.

Μπορείς να πεις ακόμη πως κάποια μάγισσα κούνησε επιδεικτικά και επιτακτικά το μαγικό της ραβδάκι... Και όλα φωτίστηκαν. Έτσι δε θα ‘λεγαν όλοι οι παραμυθάδες...

Ακόμη και τα βράδια ήταν όμορφα. Με μια υπέροχη και λαμπερή ξαστεριά και ένα φεγγάρι να φωτίζει όλη την πλάση. Και το βοριαδάκι να φυσά, ν’ ανεμίζει τα μαλλιά μας.

Μπροστά μας απλωνόταν όλη η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Μια απέραντη αγκαλιά που έκλεινε μέσα της θάλασσες και νερά. Μικρά κύματα που τα σήκωνε τ’ αγέρι και βάρκες ανάλαφρες που χόρευαν τρελά.

Σήκωσα το χέρι μου στην αντηλιά, δεν ήξερα βέβαια τις πέρα στεριές, απέναντι και πιο βαθιά τι ήταν, δεν ήξερα.

Πεισματικά κάθε φορά το μυαλό μου στα μικρασιατικά παράλια. Και τώρα αδυνατούσα να υπολογίσω. Οι λιμνοθάλασσες ήταν της Κλείσοβας, του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού.

Τα βήματά μας εκείνο το πρωινό μάς έφεραν στον Κήπο των Ηρώων. Πανύψηλα δέντρα, κατάλευκοι οι τάφοι, τα μνήματα και απόλυτη ησυχία. Στο νου μου ήρθε ο στίχος του Διονύσιου Σολωμού από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».

«Το χάραμα επήρα
του Ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη ‘ς τον ώμο,
Κι’ απ’ όπου χαράζει
ως όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

Λίγο πιο κάτω, τα αρχοντικά του Τρικούπη και του Παλαμά.

Και το ταξίδι συνεχίζεται στη Ναύπακτο, ενώ ένας λαμπερός ήλιος μάς ακολουθούσε παντού.

Μικρές, όμορφες γραφικές πόλεις. Όπου και να ταξιδέψεις, μεθάς με την τόση ομορφιά. Δεν ξέρω πόσο όμορφη τελικά είναι η Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη, από νησί σε νησί, από στεριά σε στεριά. Είτε άνοιξη, είτε φθινόπωρο, είτε χειμώνα με χιόνια και βροχές. Ομιχλώδη, απρόσιτα τοπία, άγονες στεριές, άγριες ομορφιές. Λιμνοθάλασσες, λίμνες, ποτάμια. Και η ιστορία παντού, σε κάθε γωνιά, σε κάθε πέτρα, ν’ ακολουθεί. Το βλέπεις στα κάστρα, στα νεοκλασσικά κτήρια, στα μνημεία, στα μουσεία. Στα μονοπάτια (όπως στις Κορυσχάδες), στα χωριά, στις απρόσιτες και δύσμορφες βουνοκορφές, παντού, αιώνες τώρα.

Άρχισα να μαθαίνω ιστορία, γεωγραφία, ξανά απ’ τα ταξίδια μου, απ’ τα βιβλία μου. Άλλωστε οι ποιητές έχουν πολλά να πουν.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey