Του τρελού η κυβέρνηση

30/11/2012 - 14:45

Στο ομιχλώδες τοπίο που βιώνουμε, όσοι ασκητεύουμε σε μικρά χωριά για να ‘χουμε πλούσια τα δώρα της φύσης και του Θεού, περνάμε πολλές και δύσκολες ώρες μοναχισμού, που όμως είναι μοναδικές για ξαστέρωμα ψυχής και πνεύματος.

Εύθυμα, αλλά σοβαρά

Στο ομιχλώδες τοπίο που βιώνουμε, όσοι ασκητεύουμε σε μικρά χωριά για να ‘χουμε πλούσια τα δώρα της φύσης και του Θεού, περνάμε πολλές και δύσκολες ώρες μοναχισμού, που όμως είναι μοναδικές για ξαστέρωμα ψυχής και πνεύματος. Και σκέφτομαι πολλές φορές, γιατί τάχα, άλλοι άνθρωποι με φαμελιές ή και ολόμονοι σαν απομένουν, με χωρίς πολλά πάρε-δώσε και λαχτάρες, που έχουν σπίτια και χωράφια στο χωριό, που τα αφήκαν για πλούμια και καλοπέραση ψεύτικη, γιατί που λες, να ζουν σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα της τσιμεντούπολης κι όχι στο ζεστό κι όλο φως καθαρόν αγέρα και παστρικάδα σπίτι τους δίπλα στο βουνό ή τη θάλασσα;

Κι επειδής υπάρχουν κάμποσοι ακόμα κουζουλοί σαν κι ελόγου μου που τα αρέσουν ετούτα τα απλά αγαθά που μας δωρίσαν οι Θεοί κι εμείς τα πετούμε, σμίγουμε καμμιά φορά στο κρησφύγετό μου ή σε άλλον τόπο για πνευματικές περιπέτειες και ρώμη.

Τούτη τη φορά πλημμύρισε η κάμαρης ελπίδα και σιγουριά πως ευχάριστος ρέκτης του τόπου μου έρχεται, ας ήτανε και μόλις είχα ξυπνήσει σα χτύπησε το τηλέφωνο.

«Εμπρός», είπα βαρετά, μια και τ’ αριστερό μου μάτι σφαλιγμένο ήτανε ακόμη γιατί είχα ξενυχτήσει στα γραφτά μου απάνω που έσερνα από κει μέσα εικόνες μηνύματα και αιστήματα να ξεδιπλώσω.

«Σου έρχομαι. Θα είστε εκεί;», είπε ενθουσιώδικα.

«Ναι!»

Κατά το μεσημέρι ο φίλος μας Παυλάρας, γνωστός σ’ όλη την Κρήτη με τη συμβία του Μαρίνα, με ένα νεανικό καπέλο κι από κάτω πλατύγυρο χαμόγελο, πειράγματα και πιπεράτα διφορούμενα κατά πού συνηθίζουν οι σατιρικοί ποιητές, εισέβαλε.

Είπαμε τα τυπικά και πρεπούμενα, πρώτη φορά, μαθές, ερχόταν στο κονάκι μου, στρωθήκαμε στο πεζούλι κι υστερνά στην τάβλα, είπαμε φιλοσοφίες, ανέκδοτα κι απογοητεύσεις από την τρέχουσα κατάσταση, ήπιαμε μια ρακή κι υστερνά άλλη, κροτάλισε η γλώσσα πιο λεύτερα, απλωθήκανε κάτι φαγώσιμα από το χωράφι μας μαζωμένα χωρίς μολύσματα πολιτισμού κι επιστήμης, κοκκίνισαν τα ποτηράκια, γενήκαμε μια όμορφη απαλαμιά καμπίσια αγριοβότανα, αλλάζαμε σκέψεις κι απόψεις για θέματα λογιώ - λογιώ, ώσπου τον βλέπω να ονειροπορπατεί.

«Πάρε ένα κομμάτι χαρτί και γράφε», μου λέει, επιταχτικά κι αρχίνησε:

«Χθες βράδυ είδα τ’ όνειρο, αχ μην είχα ξυπνήσει.
Που ‘καμα επανάσταση κι είχε επικρατήσει.
Που κλείσανε στη φυλακή όσους μας κυβερνήσαν
και μας εκαταντήσανε όπως μας καταντήσαν.»

Το αρέσαμε οι άλλοι τρεις, χειροκροτήσαμε, το πίστεψε, κάτι πήγα να πω, αυτός στον κόσμο του.

«Που έφτιαξα κυβέρνηση με ικανούς προγόνους
κι όχι σαν τη σημερινή κλέφτες και φανφαρόνους.»

Αν δεν τον ήξερα, θα ‘λεγα πως τρελοφέρνει και περιπαιχτικά τον ρώτησα.

«Πρόεδρος Δημοκρατίας γίνηκες και σίγουρα πέτυχες την κυβέρνησή σου, φιλάρα.»

«Ναι,
Γιατ’ έβαλα τον Περικλή πρωθυπουργό της χώρας
κι Οικονομίας υπουργός πήγε ο Πυθαγόρας.
Ο Μιλτιάδης υπουργός της Εθνικής Αμύνης
κι ο Αριστείδης, πού αλλού, εις το Δικαιοσύνης.
Ο Διογένης υπουργός πήγε στο Ασφαλείας
κι ο ένδοξος Θεμιστοκλής πρωτίστως Ναυτιλίας.
Ο Ιπποκράτης υπουργός ιδανικός Υγείας
κι ο Αρχιμήδης Ορυκτού Πλούτου και Ενεργείας.
Τον Πλάτωνα Πολιτισμού τον έβαλα εν τέλει,
και την Παιδεία βόλεψα με τον Αριστοτέλη.»

Εδώ πραγματικά τα χειροκροτήματα πήγαν σύννεφο, γι’ αυτό,
ο φίλος μας ο ποιητής
που τη σάτιρα κατείχε
ωσάν τρελός αφηγητής
σταματημό πια δεν είχε,
και συνέχισε:

«Έφτιαξα μια μικρή Βουλή μ’ “εφτά σοφούς” μονάχα
και πάνω που σκεφτόμουνα “πιο λίγο χρέος να ‘χα”,
μου πρόκυψε ο Πεισίστρατος, μού ‘πε θα χαρίσει,
τα χρέη όπως και παλιά την κρίση να ξορίσει.

Κι ο Δημοσθένης έτρεξε θώκο κι αυτός να πάρει,
μα του ‘πα: μέγα ρήτορα, σε πήραμε χαμπάρι
πως είσαι μέγας παπατζής και θα μας διαλύσεις.
Γι’ αυτό να πας στον Όλυμπο να σταδιοδρομήσεις.»

Κάποια στιγμή έπαψε, μα είχε τελέψει δα, κοπανήσαμε απανωτά 2 - 3 ποτηράκια μην μπλαντάξουμε, κι απομείναμε σκευόμενοι του μισότρελου το έμμετρο και να σας αρωτήξουμε, είπαμε, συντέκνοι μας αγαπημένοι.

«Φαντάζεστε στ’ αλήθεια να είχαμε αυτά τα μεγαθήρια σε μια τέτοια κυβέρνηση; Η μισή Ελλάδα θα πάγαινε κρεμάλα ή σε καταναγκαστικά έργα κι η άλλη μισή θα ευημερούσε και θα μεγαλουργούσε. Όπως τότε.»

Αυτά φίλοι μου για παρηγοριά κι ονειροπόληση, μαζί με τον Παυλή, το σατιρικό μας, τον Πολυχρονάκη ποιητή.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey