H ρακοσυλλέκτρια!

22/11/2012 - 13:41

Βεβαίως και είχα γράψει κάτι διαφορετικό για σήμερα. Μόλις ξεμπέρδεψα με τη σημερινή μου περιπέτεια, το ξαναδιάβασα: «πολύ σοβαρό» σκέφτηκα και πάτησα μια καινούρια σελίδα. 

Βεβαίως και είχα γράψει κάτι διαφορετικό για σήμερα. Μόλις ξεμπέρδεψα με τη σημερινή μου περιπέτεια, το ξαναδιάβασα: «πολύ σοβαρό» σκέφτηκα και πάτησα μια καινούρια σελίδα. 

Ότι έχω ένα αυτοκίνητο, οι τακτικοί της στήλης το γνωρίζετε. Για τους καινούριους, πρόκειται για το Βρούτο: ένα βρώμικο, χιλιοχτυπημένο Polo, που δεν αλλάζω ούτε με το τελευταίο μοντέλο ενός τζιπ Cayenne. Ο Βρούτος είναι το σήμα κατατεθέν μου! Κάθε πρωί πηγαίνει σχολείο.

Σήμερα όμως, θες η έκλειψη, θες η δική μου βλακεία, λίγο έλειψε να μείνει εκεί που βρισκόταν. Αιτία; Η μαμά του, δεν έβρισκε τα κλειδιά! Αυτό για έναν άνθρωπο με πέντε πλανήτες στην Παρθένο, είναι επιεικώς αποσυντονιστικό, κυριολεκτικά τραγικό! Αν μάλιστα προστεθεί η παροιμιώδης κτητικότητά μου, (μοναχοπαίδι γαρ), η συναισθηματική παράμετρος (στο Βρούτο έχουν καθίσει πολλοί από όσους αγαπώ και πια δεν υπάρχουν στη ζωή μου) και η οικονομική κρίση, εξηγείται γιατί σήμερα το πρωί η Μάγδα, οι συγκάτοικοι της πολυκατοικίας, οι συνάδελφοι στο σχολείο και οι μαθητές μου, ένιωσαν στο πετσί τους τι σημαίνει κρίση πανικού. 

Έκανα το σπίτι μου φύλλο - φτερό, το κλειδί πουθενά. Καταλάβαινα ότι άρχισα να χάνω την πρώτη ώρα. «Έτσι παθαίνει ο άνθρωπος εγκεφαλικό» σκέφτηκα. «Πάρε παιδάκι μου, τα δεύτερα κλειδιά κι έλα να κάνεις μάθημα,  θα τα βρεις τα κλειδιά σου», με συμβούλεψε ο διευθυντής μου. 

Καθοδόν προς το σχολείο, θυμήθηκα ότι το προηγούμενο βράδυ είχα κατεβάσει τα σκουπίδια. Ήταν όμως αργά. Πέρασα όλο το πρωί κάνοντας σενάρια: κάποιος ρακοσυλλέκτης ψάχνει στα σκουπίδια, εντοπίζει τα κλειδιά, τα παίρνει και παραφυλάει να τα ταυτοποιήσει με το αυτοκίνητο. «Είναι η τελευταία μέρα που έχω το αυτοκινητάκι μου» σκεφτόμουν. 

Γύρισα στο σπίτι, ουρλιάζοντας σε όλη την παρέα να συγκεντρωθεί. «Πρέπει να ψάξουμε τον κάδο των σκουπιδιών» αποφασίστηκε. Ξαφνικά με είδαν να κατεβαίνω κρατώντας γάντια, σακούλες και μάσκες μιας χρήσης. «Συγνώμη πότε τα αγόρασες όλα αυτά;» «Δεν τα αγόρασα. Τα είχα για ώρα ανάγκης». «Αν αυτό δεν είναι παρθενίσιο χαρακτηριστικό, τι είναι καλέ;» γέλασε ο Θανάσης. «Λοιπόν λίγα τα λόγια, ορμάμε» φώναξε η Μάγδα κι όλοι μαζί βάλαμε πλώρη για τον κάδο. 

Το θέαμα ήταν κωμικοτραγικό. Δύο τετράγωνα πιο κάτω, είχε λαϊκή. Ο κόσμος περνούσε, κουνούσε το κεφάλι, καθώς μας έβλεπε να αδειάζουμε τις σακούλες σε άλλες μεγαλύτερες και ψιθύριζε, περνώντας από δίπλα μας: «Έτσι θα καταντήσουμε σε λίγο καιρό όλοι. Σαν τα παιδιά». Μια κυρία έδωσε στη Μάγδα δύο ευρώ, «τόσο μου περίσσεψε από τη λαϊκή, κορίτσι μου» της είπε με ειλικρινές βλέμμα συμπάθειας. «Πες της πως είσαι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο και δε σου φτάνουν για να ζήσεις». «Φύγετε από δω, ρε αλήτες, γιατί θα φωνάξω τη Χρυσή Αυγή!» «Καλέ, θες μια σύριγγα;» «Εσύ θες ένα τρύπιο καλσόν;» «Αυτά είναι τουαλέτας»! «Θυμάσαι που το ’94 πέταξες τις πέτρες του Βρετανικού Μουσείου στα σκουπίδια και κατεβήκαμε όλες μαζί να ψάξουμε τον κάδο; Τότε δε γνώρισες τον ακατανόμαστο Νο 1; Άντε βρε, είναι σημαδιακό! Μεγάλο έρωτα θα ζήσεις!» 

«Να ‘τα!»  ακούστηκε η ιαχή μου. «Ε, ωραία πιάσ’ τα να τελειώνουμε». «Δε φτάνω, είμαι κοντή. Βάλτε ποδαράκι». Έκοψε ο Θανάσης ένα κλαδί από το διπλανό δέντρο, ψάρεψε τα κλειδιά και μου τα παρέδωσε διθυραμβικά. Γυρίσαμε στο σπίτι. Στην πυλωτή, ο Βρούτος ξεκουραζόταν βρώμικος και καμαρωτός. «Πάμε να τα απολυμάνεις» είπε ο Θανάσης «κι ύστερα θα μας μαγειρέψεις μια μακαρονάδα. Για τον κόπο μας». «Τι να απολυμάνω; Θα βρω στο Ίντερνετ το τηλέφωνο της εταιρίας, να ρωτήσω μην οξειδωθούν! Για τη μακαρονάδα ΟΚ! Αλλά πρώτα θα μπείτε και οι δυο στο μπάνιο!». «Να χαρώ εγώ το βασιλιά των ζώων» μουρμούρισε η Μάγδα. «Λέων είμαι εντάξει; Λέων! Απλώς έχω και μερικά χαρακτηριστικά από την ακατονόμαστη».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey