Ε, και να ‘μουνα νιος!

26/10/2012 - 15:19

Είχανε γυρίσει, λέει, από ‘να ταξίδι Βαρκελώνη - Παρίσι - Βενετία - Μιλάνο και κακαρίζανε για τον καθεδρικό ναό Ντουόμο με τα πάμπολλα αγάλματα, για το παγωτό που φάγανε δίπλα στη στοά «Βιτόριο Εμανουέλε», για την όπερα που παιζόταν παραπέρα στη Σκάλα του Μιλάνου μα δεν την είδανε, τι να καταλάβουν μαθές, κι άλλα καυχησιάρικα κι επιδεικτικά πλουτισμού παράξενου που, ως τ’ άκουγα, αναγούλιαζα.

Εύθυμα, αλλά σοβαρά

Είχανε γυρίσει, λέει, από ‘να ταξίδι Βαρκελώνη - Παρίσι - Βενετία - Μιλάνο και κακαρίζανε για τον καθεδρικό ναό Ντουόμο με τα πάμπολλα αγάλματα, για το παγωτό που φάγανε δίπλα στη στοά «Βιτόριο Εμανουέλε», για την όπερα που παιζόταν παραπέρα στη Σκάλα του Μιλάνου μα δεν την είδανε, τι να καταλάβουν μαθές, κι άλλα καυχησιάρικα κι επιδεικτικά πλουτισμού παράξενου που, ως τ’ άκουγα, αναγούλιαζα και σκεύουμουν να ‘ξαφανιστώ, μα φάνηκε αγκαλιά τα αχνιστά πιάτα ο σερβιτόρος, πλημμύρισε μυρουδιές το τραπέζι μας, κι ως άρμοζε, υπέμενα μια κι είχα πέσει στην παγίδα.

Η επίδειξη πλούτου όμως και κούφιας εξυπνάδας μου φέρνουνε ναυτία, δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα μηδέ κι έβγαζα τσιμουδιά γιατί, απλά, συγκρατιόμουνα μην τους πάρει ο έξ’ από δω.

Μιλούσανε, μας βλέπανε εμάς τους άλλους έξι της παρέας σαν μηδαμινά ανθρωπάκια, κατάπινα χολή και νεύρα, όταν κάποτε τελειώσανε και στριφογύριξε η κουβέντα στα δημοσιοϋπαλληλικά γιατί κι οι δυο τους δημόσιοι υπάλληλοι ήντουσαν.

Η πολυλογία τους τώρα ξετυλίχτηκε για το μισθό που ήτανε χαμηλός, εν μέσω χρυσής δεκαετίας τού ‘80. Οι άλλοι, μασώντας βιαστικά, κουνούσανε την κεφαλή τάχα πως συφωνούν, κι εγώ δε μιλούσα, μα έκανα κανένα χωρατό να πάνε κάτω τα σεκλέτια και τα μποφόρια.

Άξαφνα ο Γιαννιός αγρίεψε.

«Και γιατί να δουλεύουμε κύριοι; Ανάλογα τα λεφτά που μας δίνουν θα είναι και η δουλειά μας. Δεν είμαι σαν το βλάκα το Μιχάλη που δουλεύει σα σκλάβος για ένα κομμάτι ψωμί. Για ποιον δουλεύεις, ρε κύριε; Για το κράτος που δε μας πληρώνει;»

Συνέχισε με τέτοια «ευτράπελα», οπότε μύγα τσε-τσε λες και με τσίμπησε, πήρα φόρα.

«Γιαννιό, ξέρεις πως σχεδόν την ίδια δουλειά κάνουμε και τα ίδια λεφτά παίρνουμε. Όμως, δεν ξέρω αν είναι τόσο λίγα.»

«Είναι, Γιώργη, μα σταμάτα.»

«Σύμφωνοι. Ας πούμε λοιπόν πως έχουμε μισθό πείνας.»

«Τώρα ναι.»

«Όμως έχω τη γνώμη, πως αν δε με συμφέρει, πρέπει να αλλάξω επάγγελμα. Να σταματήσω. Αφού όμως δεν το κάνω, τότε είμαι υποχρεωμένος να δουλεύω σωστά, μια και δέχτηκα χωρίς εξαναγκασμό, και μάλιστα έδωσα όρκο να αναλάβω αυτό το πόστο.»

«Τι μας τσαμπουνάς τώρα», είπε αγριεμένος.

«Ναι, το ξαναλέω. Αφού ανέλαβες αυτήν τη δουλειά που σπούδασες για να την κάνεις, πρέπει να είσαι σωστός. Αλλιώς να παραιτηθείς, να αναλάβει κάποιος άλλος. Χώρια που εμένα μου φτάνει ο μισθός μου.»

«Σου φτάνουν γιατί δεν ξέρεις να ζεις. Εμείς όμως με δανεικά τα βολεύομε», είπε εκνευρισμένος.

«Α, κατάλαβα», είπα και χαμογέλασα μην οξύνω τη συζήτηση.

Ηθικό δίδαγμα: Ο Γιαννιός μού έκοψε την καλημέρα.

Τώρα, θα μου πείτε, πού κολλάει αυτό;

Α, ναι. Στο διπλανό χωριό, που λέτε, υπάρχει ένα ιατρείο και πηγαίνει γιατρός κρατικός. Δηλαδή δεν πηγαίνει, πρέπει να πηγαίνει. Η κυρά Σωτηρούλα, όμως, κι ο μπάρμπα Γιώργης κι η Μαρία κι ο Κωστής κι όλοι που αρρωσταίνουν ή θέλουν να τους γράψει συνταγή, πηγαίνουν και μια, και δυο, και παραπάνω, και βρίσκουν την πόρτα κλειστή.

Όταν ρώτησα το Λευτεράκη πότε μπορώ να τον βρω, μου είπε πως δεν πηγαίνει ο γιατρός στο ιατρείο του γιατί είναι λίγα τα λεφτά που του δίνουν!

«Να παραιτηθεί και να φύγει ο παλιοκ… να πάει άλλος γιατρός στη θέση του», είπε ωρυόμενη η πιο γριά της παρέας, η κυρά Ρινιά, που πληρώνει εισιτήριο για να πάει, και το κυριότερο, άμε - έλα, χάνει μισό μεροκάματο, και χώρια οι φωνές του αντρούς της σαν κι απόψε που ήταν αρρωστάρης μα τινάχτηκε στον αγέρα.

«Αφού σ’ το λέω, βρε γυναίκα. Ούλοι άχρηστοι είναι. Δεν έχουμε πια κράτος. Κι ακόμα ένα. Δεν είναι μοναχά ο γιατρός μα, κατά πού ακούγω, μιλιούνια είναι τούτοι οι οχτροί, γιατί οχτρούς τους λέγω εγώ τούτους που δεν αγαπούνε την πατρίδα μας και κοιτούνε μοναχά την καλοπέρασή τους. Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες.»

Σούφρωσε μετά τα φρύδια, γίνηκε 20 χρονών, βρέθηκε με την πιρούνα στο Μάλεμε να πιρουνίζει τους αλεξιπτωτιστές και βρυχήθηκε.

«Βρε και να ‘μουνα πιο νιος! Τους πρέπει να ξεσηκωθούμε ανάθεμά τσοι, μα...»

Και γιόμισε η κάμαρης ειρηνικιά επανάσταση κι αγανάχτηση.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey