… και βρέθηκα κοντά του

28/09/2012 - 16:29

Καλλονή Λέσβου, Φεβρουάριος 1963. Ο χιονιάς είχε λευκοφορέσει ολόκληρο το νησί. Αυτό όμως δε με εμπόδισε να διασχίσω με το αρχαίο μηχανάκι μου 42 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσω μια από τις καλύτερες παραστάσεις της ζωής μου, τα «Κόκκινα Φανάρια».

…Χλωμό αγόρι, μοναχικό
σίδερα στην καρδιά σου
ο πυρετός στα χείλη σου
πληγή μου η μοναξιά σου…
Αλέκος Γαλανός

Καλλονή Λέσβου, Φεβρουάριος 1963.

Ο χιονιάς είχε λευκοφορέσει ολόκληρο το νησί. Αυτό όμως δε με εμπόδισε να διασχίσω με το αρχαίο μηχανάκι μου 42 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσω μια από τις καλύτερες παραστάσεις της ζωής μου, τα «Κόκκινα Φανάρια».

Θυμάμαι, όταν άκουγα το όνομα του συγγραφέα του έργου, με διαπερνούσε ένα ρίγος και με δέος πρόφερα το όνομά του. Αλέκος Γαλανός.

Αθήνα. Δεκέμβριος 1966.

«Είναι δοκιμαστικός ο εδώ ερχομός σου. Αν τα καταφέρεις, θα μείνεις, που είμαστε και πατριωτάκια. Αλλιώς…»

Ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε ο κ. Γαλανός (έτσι μου τον σύστησαν μόλις έφθασα) και έτρεμα όταν πρότεινα το χέρι μου, που θέλησε να με καλωσορίσει.

Η πρώτη μου δοκιμασία ήταν να γράψω ένα τεχνικό θέμα, για το κλάδεμα της ελιάς. Ίδρωσα, ξαναΐδρωσα, σε λίγες ώρες είπα «τέλειωσα» και φοβισμένος τού το έδωσα.

«Ποτέ δε θα λες “τέλειωσα”», μου είπε χαμογελώντας, «αν δεν το αφήνεις να σιτέψει και να το διαβάζεις ο ίδιος μερικές φορές, για να διορθώσεις τον εαυτό σου.»

Ήταν το πρώτο μάθημα που μου έκανε. Δεν του έδωσα ξανά το κείμενο, παρά την επομένη.

«Καλό είναι», είπε πάλι πρόσχαρα, «αν και θα μπορούσες τούτο ή κείνο να το γράψεις και έτσι. Αν βέβαια συμφωνείς.»

Έκατσα πάλι, σβήσε - γράψε, δε δέχτηκε να το ξαναδιαβάσει.

«Σου έχω εμπιστοσύνη. Καλό είναι τώρα», είπε, και τούτη τη φορά έφυγε.

Ήταν μεσημέρι. Σχολούσαμε, αλλά κάθισα μόνος μου, ζούλιξα το μυαλό μου, διάβασα δικά του κείμενα, συλλογίστηκα, και συνέχισα την πρακτική αυτοεκπαίδευσή μου. Ως το βράδυ. Για πολλά βράδια. Πότε στο γραφείο και πότε στο σπιτάκι που είχα βολευτεί ώσπου να έρθει η οικογένειά μου, που, από φόβο μη με στείλουν, σαν ακατάλληλο, πίσω, είχε μείνει στο νησί.

Γι’ αυτό και είχα αγωνία. Μια αγωνία που αποκορυφώθηκε όταν τη μεθεπομένη της άφιξής μου έγνεψε στον Ιάσονα, τον ηχολήπτη, και με έμπασε στο στούντιο, με ένα χαμόγελο στα χείλη, ένα κείμενο στο χέρι και μια ευγενικιά υπόδειξη.

«Διαβάστε αυτό να σας ακούσει ο κ. Γαλανός.»

Μόλις έκλεισε την ηχομονωμένη πόρτα, βρέθηκα σε ένα θάλαμο αερίων, θαρρείς, με ένα εφτασφράγιστο μεγάλο παράθυρο μπροστά, απόλυτη ησυχία, και μου έκαναν νόημα να καθίσω στην «ηλεκτρική» καρέκλα. Μπροστά μου εμφανίστηκαν τρία μικρόφωνα. Ένα μεγάλο, κρεμασμένο, και δυο πιο μικρά στο τραπέζι, ίδια στόματα πεινασμένου αλιγάτορα έτοιμα να με καταβροχθίσουν.

Περίμενα με το χαρτί στο χέρι κάποια βοήθεια, αλλά το μόνο που δέχτηκα ήταν μια χειρονομία του Ιάσονα με το δεξί να με παροτρύνει και με το αριστερό σηκωμένο σαν του μαέστρου, να κάνει μια απότομη κίνηση προς τα κάτω, που σήμαινε «ξεκίνα».

Και ξεκίνησα ο φουκαράς με το «θηρίο», τον Αλέκο, δίπλα στον ηχολήπτη. Διάβασα όπως μου είχανε υποδείξει, πήρα ανάσα, σηκώθηκα υπακούοντας σε καινούργιο νεύμα και ιδρωμένος αλλά χαρούμενος που τέλειωσε κι αυτή η δοκιμασία, βγήκα από το στούντιο.

Καμώθηκε πως δε με έβλεπε ο Αλέκος και, ίσα να το ακούσω, είπε στον ηχολήπτη.

«Αυτός ο Μυτιληνιός θα τα πάει καλά.»

Στην πραγματικότητα εκφωνούσα απαίσια, από τρακ. Δεν εκφωνούσα. Έκραζα σαν πετεινάρι σε καινούργιο κοτέτσι. Αλλά με την παρότρυνση του Αλέκου πήρα θάρρος, βρήκα τη δύναμη, στρώθηκα μέρα - νύχτα μπροστά σε ένα δανεικό μαγνητόφωνο, έκανα ορθοφωνία, τον δικαίωσα.

Σε μια βδομάδα είχα πάρει τον αέρα του στούντιο.

Δεν με άφησε όμως ο χριστιανός να ηρεμήσω και μια από τις επόμενες μέρες μού είπε με πατρικό ύφος.

«Θα γράψεις εσύ τις ειδήσεις σήμερα. Εν τάξει;»

«Δεν ξέρω! Δεν το έχω ξανακάνει», απάντησα φοβισμένος και σηκώθηκα να φύγω.

Αντί για μένα, όμως, άνοιξε την πόρτα κι αλαφροπάτητα χάθηκε εκείνος.

Σε δυο βδομάδες, με τη διακριτική του βοήθεια και συμπαράσταση, έγραφα ολόκληρο το δελτίο αγροτικών ειδήσεων και τα τεχνικά θέματα, μόνος μου. Συνέχισα να του τα δείχνω, μια κι ήταν δάσκαλος και προϊστάμενός μου· το σταμάτησε κι αυτό.

«Δε χρειάζεται, σ’ εμπιστεύομαι», μου είπε κοφτά και μου φόρτωσε περισσότερες ευθύνες κι αυτοπεποίθηση.

Μετά από καιρό έμαθα από τον Ιάσονα ότι τα άκουγε ηχογραφημένα κι όλο έλεγε. «Άσ’ τον. Καλός θα γίνει.»

Αφού λοιπόν πήρα τα λιγοστά αλλά περιεκτικά μαθήματά του, απέκτησα γνώσεις κι εμπειρία πρόσθετη, μπορούσα άνετα να γράφω όλα τα κείμενα και να τα εκφωνώ, να παίρνω συνεντεύξεις κι όλα τα σχετικά για τις εκπομπές.

Γι’ αυτό και δε με έστειλε πίσω στη Μυτιλήνη.

Γι’ αυτό και του χρωστώ ευγνωμοσύνη που με τύλιξε με αγάπη, μου προσέφερε τη φιλία του και μ’ έκανε να ξεφοβηθώ τη ζωή.

Γι’ αυτό και με βαρεθήκατε κάθε μέρα να λέω για το φίλο μου τον Αλέκο.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey