Κι εμείς; Πότε θα μας αγαπήσουμε;

14/09/2012 - 14:52

Ταξιδάκι μού προέκυψε, κουτσά στραβά έβγαλα εισιτήριο, αλλά πώς να πάω στο αεροδρόμιο 70 χιλιόμετρα απόσταση; Σκέφτηκα το λεωφορείο, διαπίστωσα ότι πιο γρήγορα θα πήγαινε ο Αθηναίος στη Νέα Υόρκη (είδες; έχει τα καλά του ο Αθηναίος) παρά εγώ με την άγονη γραμμή στο αεροδρόμιο.

Ταξιδάκι μού προέκυψε, κουτσά στραβά έβγαλα εισιτήριο, αλλά πώς να πάω στο αεροδρόμιο 70 χιλιόμετρα απόσταση; Σκέφτηκα το λεωφορείο, διαπίστωσα ότι πιο γρήγορα θα πήγαινε ο Αθηναίος στη Νέα Υόρκη (είδες; έχει τα καλά του ο Αθηναίος) παρά εγώ με την άγονη γραμμή στο αεροδρόμιο. Απελπισμένος, γύρισα την τσέπη ανάποδα, ξετρύπωσα ίχνη μνημονιακής σύνταξης, «θα φτάσουν» σκέφτηκα, έπιασα, λες κι ήταν σκαντζόχοιρος, το τηλέφωνο, σχημάτισα τον αριθμό, βαρετό «ναι» ακούστηκε, τον παρακάλεσα, με λυπήθηκε ο ταξιτζής.

«Φιλικά, μνημονιακό τιμολόγιο κι εγώ, θα μου δώσεις μόνο 90 ευρώ.»

Έχετε σκεφτεί αλήθεια να πέσετε σε παγωμένα νερά καταχείμωνο; Ε, κάπως έτσι ένιωσα, κι έχωσα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να αποφανθώ.

«Δε βγαίνουν, Ντίνο.»

«Λυπάμαι δεν πάει πιο κάτω. Είναι βλέπεις η εφορία. Κόβουν κεφάλια!...»

Εντάξει η λαιμητόμος, αλλά δε γινόταν. Ξανά παρακάλια, υπέκυψε.

«Επειδή σε συμπαθώ, θα σε πάω με μόνο 65.»

«Έλα αμέσως», είπα βιαστικά μην αλλαξογνωμήσει.

«Ναι, αλλά με το άλλο.»

«Μωρέ έλα και με το παράλλο, αλλά 65, ε;»

«Ναι.»

Κι ήρθε με το πολυτελές ταξί, αλλά χωρίς διακριτικά, ταξίμετρο, ούτε σημαία. Σε μια ώρα φτάσαμε. Μα δεν μπήκε στο χώρο του αεροδρομίου, παρκάρισε έξω από το φράχτη.

«Μη σε νοιάζει, θα σε βοηθήσω να πάμε τα πράγματα. Ξέρεις για να μη δει κανένας εφοριακός το αμάξι κι υποψιαστεί, κατάλαβες;»

Δεν κατάλαβα, μα δε μίλησα, αφού γλύτωσα 25 ευρώ. Ούτε απόδειξη μου ‘δωσε. Την επομένη όμως, εγώ ο «ατσίδας», το κατάλαβα κι ένιωσα τύψεις.

Ναι, αναγνωρίζω, έκλεψα άθελά μου το Κράτος κι εσένα κι εμένα και τον άλλον. Κι ο Ντίνος, εμπιστευτικά πάντα, το κάνει συχνά το κόλπο.

Έφτασα στον προορισμό μου, περίμενε η θυγατέρα μου από Αμερική που ήθελε να βάλει κάγκελα στο εξοχικό της. Βρήκαμε μάστορα, καλό παιδί, οικονομικός, καλός τεχνίτης, σωστός σε όλα.

«Πόσα;»

«Τόσα», έκλεισε η συμφωνία.

«Τα λεφτά όμως όταν τελειώσεις, εντάξει;»

«Από σένα, ναι», δήλωσε.

«Θα τα καταθέσουμε στο λογαριασμό σου στην τράπεζα, όπως παλιά, ε;»

Κείνη την ώρα, λες και τον τσίμπησε δράκαινα, άρχισε να βρίζει.

«Τους κερατάδες, τους κλέφτες, δε μας αφήνουν σε χλωρό κλαρί. Δε βλέπουν τους άλλους. Εμάς τους τίμιους βιοπαλαιστές κυνηγάνε. Όχι στην τράπεζα. Θα τα δούνε και θα με κοπανίσουν. Του χρόνου, που θα ξανάρθεις, μου τα δίνεις. Σε εμπιστεύομαι.»

Η «Αμερικάνα», όμως, από δίπλα εκνευρίστηκε, δεν ήθελε να συμμετέχει σε τέτοια παρανομία, ζητούσε και απόδειξη, μας έφυγε ο μάστορας, δε βρήκαμε άλλον και τα κάγκελα περιμένουν να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην «Αμερικάνα» που δεν μπορεί να διανοηθεί ότι εργαζόμενος δεν πληρώνει εφορία και δε δίνει απόδειξη, και το μάστορα που τον κυνηγάει (;) η εφορία σαν κακοποιό. Το ίδιο βράδυ, μεσάνυχτα, μας ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος.

Ήταν το φορτηγό του μαραγκού που έφερε κάτι κουφώματα του γείτονα γιατί, λέει, δεν ήθελε να τον πιάσουν τα εφοριοτσακάλια.

Η κόρη μου έπαθε νευρικό κλονισμό απ’ όλα τούτα που βουλιάζουν πιο βαθιά την πατρίδα μας, πήγαμε στο νοσοκομείο, χάος, φύγαμε, καταλήξαμε σε ιδιώτη γιατρό, γίνανε τα διάφορα, μα πάλι απόδειξη γιοκ.

Κι ο ταβερνιάρης που πήγαμε να χαλαρώσουμε το βραδάκι, έδωσε απόδειξη, αλλά και πατρική συμβουλή.

«Μην τη δώσετε στην εφορία, γιατί δε δικαιολογεί το εισόδημά σου, κ. Γιώργο, τέτοιες σπατάλες. Πας για πόθεν έσχες…»

Διαπίστωσα πως κι η απόδειξη ήταν μαϊμού.

Η θυγατέρα μου δεν άφησε τρίχα στην κεφαλή της και θέλει πάλι νευρολόγο, γιατί τυχαία, αγαπάει την πατρίδα μας.

Όπου να πας και να σταθείς, ό,τι να κάνεις, φοροδιαφυγή κι ασύστολη κλοπή.

Κι αν υποθέσουμε πως είχαμε Κράτος ευνομούμενο, θα έπρεπε κάθε πολίτης να ‘χει κι ένα «ράμπο» δίπλα του.

Φταίει η νοοτροπία μας, φίλοι μου.

Εκπαίδευση χρειάζεται, να καταλάβουμε πως εμείς είμαστε το Κράτος κι οφείλουμε να το προστατέψουμε. Μη γελάς. Όσο μπορούμε. Άσε τους πάσης βαθμίδας ασυνείδητους. Θα αλλάξουν κι αυτοί. Μα κάποτε πρέπει να αρχίσουμε. Να αγαπήσουμε επιτέλους τον τόπο μας.

Καλά. Οι ξένοι μάς μισούν όπως τα ζώα τούς θηριοδαμαστές, επειδή ξέρουν ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοί μας τους εξημέρωσαν. Εμείς, όμως, γιατί μισούμε τόσο πολύ την πατρίδα μας;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey