Ξένια και καπετάν Λέκκας

03/08/2012 - 14:04

- Θείο, είναι πολύ μεγάλα. - Γι’ αυτό, βρε μουρέλι μ’, σι φώναξα. Να μ’ τα μκρήν(ει)ς κουματέλ(ι)…

- Θείο, είναι πολύ μεγάλα.
- Γι’ αυτό, βρε μουρέλι μ’, σι φώναξα. Να μ’ τα μκρήν(ει)ς κουματέλ(ι)…
- Μα δε γίνεται. Κοτζάμ αισθητικός να ‘ρθω στου Γαβαθά για τα φρύδια σ’ μουναχά; Ας είνει τσι σα σφουγγαρίστρεις. Δε μι συμφέρν.
- Τσι τι να κάνου που θα μι βγάλουν σκη τηλιόρας…

Μια χαρά νοικοκύρης ήτανε ο καπετάν Λέκκας (έτσι του αρέσει να τον αποκαλούν). Ζωή κι ευτυχία ξεχειλούσε το σπιτικό του. Μα η μοίρα τα ‘φερε, απέμεινε ολότελα μόνος. Η γυναίκα του αρρώστησε, έφυγε απρόσμενα. Τα παιδιά του, κουραστικός λένε έγινε με τις συμβουλές και τα αρχαία του μυαλά χωρίς να μπορεί άλλο να προσφέρει, δεν τον θέλουνε πια, σκορπίσανε. Και να φανταστείς, δεν πάνε δυο χρόνια που όλο το καλοκαίρι τον έβλεπα με το καροτσάκι και μέσα το μικρό του εγγόνι να το πηγαίνει βόλτα απ’ το σπίτι του πίσω απ’ την ταβέρνα του Στρατή, ίσαμε του Γιακουμή το σπίτι, πάνω από χίλια μέτρα, καμμιά φορά κι ως τον Άγιο Μηνά κοντά δυο χιλιόμετρα. Ψιλοκούτσαινε, μα αυτό δεν τον πτοούσε. Έβαζε ένα αρχαίο καπετανίστικο καπέλο που εξείχανε μύτη, πηγούνι και τα δασώδη φρύδια του, και κάθε μέρα, πρωί - απόγεμα, μπρος το καροτσάκι με την ομπρελίτσα κι από κάτω το βρέφος κοιμισμένο ή ξυπνητό, πίσω αυτός. Το πήγαιν’ έλα δε σταμάταγε παρά μόνο σα νύχτωνε. Κι ο νους του στην αγαπημένη του συντρόφισσα που τον άφησε ολόμονο. Αυτό τον πονούσε, αυτό δεν άντεχε, γιατί κανένας πια δεν τον νοιαζότανε. Τα παιδιά του, την καλοπέρασή τους βλέπανε, και την όποια συνταξούλα του να παίρνουν.
- Τι να την κάνει ο γέρος; Πόσο θα ζήσει ακόμα; Ενώ εμείς έχουμε ανάγκες.
Κι ο καπετάν Λέκκας δεν μπορούσε μηδέ στην ταβερνούλα να πάει για ένα ούζο. Ας ήτανε και δίπλα του.
Τούτο βάστηξε κάμποσο, και, λίγο τούτο, λίγο τ’ άλλο, πολύ το θες; Του σάλεψε, μα λαφριά.
- Τρελάθηκε ο γέρος, είπανε, αρπάξανε ό,τι είχε απομείνει, χαθήκανε.
Και ποτίζει κάθε πρωί τα λουλουδάκια του ο Λέκκας, τα πιο πολλά φυτεμένα απ’ τη συγχωρεμένη. Τα ποτίζει και τη βλέπει να ξεπροβάλλει ανάμεσα πολύχρωμα όνειρα και σχέδια που μαζί είχανε πλάσει μα ο Χάροντας τα γκρέμισε, και ψιθυρίζει τραγούδια και κουβέντες που, τότες, αγκαλιασμένοι λέγανε.
Του λιγόστεψε όμως η αντοχή, δεν την μπορούσε πια τη μοναξιά, πέταξε τη σκούφια του, γυναίκα ήθελε, όμορφη νέα και με προίκα. Μα πού να βρεθεί. Τρεις κι ο κούκος στο μικρό ψαροχώρι που ζει, φίλους καλούς δεν έχει, ταξίδια δεν πηγαίνει, ήτανε μια Βουλγάρα πρόλαβε ο Τζίμης ο Αμερικάνος, είναι η Λίλη, ξενόφερτη κι αυτή, την θέλει μα αυτή τον μετρά με τα έμπειρα μάτια της (κι αν έχουν περάσει άντρες απ’ τα σκέλια της), δεν της φτάνει η σύνταξή του, σκέφτεται, ούτε για χαρτζιλίκι, δε γυρίζει μηδέ να τον δει. Και ψάχνει ο φίλος μας, μα άδικα.
Μέχρι που το έκανε απόφαση να πάει στην τηλεόραση να βρει γυναίκα. Μα κι εδώ γκίνια. Σταμάτησε η εκπομπή, πάνε τα παντρολογήματα, κι ο Λέκκας απαντέχει να φθινοπωριάσει να ξαναρχίσουνε. Μα τον συβουλέψανε τα τεράστια φρύδια του να κόψει για να ‘ναι πιο εμφανίσιμος.
Και περιτριγυρίζει την Ξένια όποτε έρχεται από την πολιτεία.
- Απόμεινα ρέστος, βρε κοπέλα μου. Γι’ αυτό σου λέω. Να με εξωραΐσεις, να με φέρεις σε μια αρμόζουσα κατάσταση. Νύφη ψάχνω, όχι παπαλίνα.
Κι η Ξένια ακούει, συμπονεί, κοιτά στον ουρανό και παρακαλεί να βρίσκει κουράγιο αυτό το αγνό, απλό κι άτυχο αθρωπάκι με τη μεγάλη καρδιά και την αστεία εμφάνιση. Του έφτιαξε τα φρύδια, καταχάρηκε ο Λέκκας, της έδωκε λεφτά, δεν τα κράτησε και το άλλο πρωινό, ένα άλλο απομεινάρι της ζωής, γειτονοπούλα της Ξένιας, ήρθε από την πόλη, γλυκομίλησε στο Λέκκα, σμίξανε πόνους, πίκρες και δάκρυα και ξεπρόβαλε ένα τάξιμο, να ζήσουνε όσα χρόνια τους χαρίσει ο Θεός ανταμωμένοι.
Κι η Ξένια, χαμογελά ευχαριστημένη.

Γιώργος Καμβυσέλλης

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey