Θαλασσοδώρο ψυχής

20/07/2012 - 14:07

Ημιυπόγειο ευρύχωρο παστρικό, δυο σκαλοπάτια στη γης πιο κάτω με ένα μικρό παναθύρι (κάτι σαν σε κελί βαρυποινίτη, μα χωρίς σίδερα που φυλακίζουν καρδιές κι ελευτερία) με σήτα για τα κουνούπια, πάτωμα στρωμένο εκρού πλακάκια, μια μικρή πόρτα που είναι πάντα ανοιχτή για να μου θυμίζει πως είμαι ζωντανός, ελεύτερος και πως χωρεί να περάσει πνεύμα, γνώση και ψυχής το ξεχείλισμα, κι ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με συρτάρι κι απάνω μόνιμα ο υπολογιστής με την ελληνική γραμματοσειρά και τα πλήκτρα να χτυπιούνται δαιμονισμένα από τα ιδρωμένα μου δάχτυλα.

Ημιυπόγειο ευρύχωρο παστρικό, δυο σκαλοπάτια στη γης πιο κάτω με ένα μικρό παναθύρι (κάτι σαν σε κελί βαρυποινίτη, μα χωρίς σίδερα που φυλακίζουν καρδιές κι ελευτερία) με σήτα για τα κουνούπια, πάτωμα στρωμένο εκρού πλακάκια, μια μικρή πόρτα που είναι πάντα ανοιχτή για να μου θυμίζει πως είμαι ζωντανός, ελεύτερος και πως χωρεί να περάσει πνεύμα, γνώση και ψυχής το ξεχείλισμα, κι ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με συρτάρι κι απάνω μόνιμα ο υπολογιστής με την ελληνική γραμματοσειρά και τα πλήκτρα να χτυπιούνται δαιμονισμένα από τα ιδρωμένα μου δάχτυλα. Βιάση να γιομίσουν οι σελίδες συναίστημα κι απόσταγμα συβάντων υπέρτατων, αραχνιασμένων μα και πρόσφατων.
Ακροβατούσα όπως τον Αιγαία στον αγκαθωτό βράχο σαν την είδα.
Ήταν ολόιδια.
Ναι· αυτή ήταν.
Στην άμμο. Κάτω από το αρμυρίκι. Σε μια φτηνή μπλε πάνινη πολυθρόνα με σκουριασμένο σκελετό, εκεί ήταν αφημένο το άψυχο θαρρείς σώμα.
Φαινόταν κέρινη με μάτια ολάνοιχτα και κόρες όλο φαρμάκι, υγραμένες, ακίνητες που ατενίζανε το άπειρο ή το τίποτα.
Τα κύματα ερχόντουσαν ανυπόμονα των ποδιών της τ’ ακροδάχτυλα να ασπαστούν από σεβασμό κι εχτίμηση, μα όλο δέος, στο μεγαλείο της μπροστά, πισωγύριζαν για να ξανάρθουν και πάλι να κιοτέψουν, ξανά και ξανά, ώρες πολλές, απ’ το λιόγερμα ως τα βάθη τα πηχτά και μαύρα της νύχτας, μπορεί κι ως το ξημέρωμα. Κι είχε την κεφαλή αψηλά, κάτασπρη, καλοχτενισμένη, με ένα θλιμμένο χαμόγελο σαν τότε που την πρωτόδα.
Είχε τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα της φτηνής πολυθρόνας, τα πόδια μπροστά ενωμένα και στα γόνατα ένα γιαλανθό άσπρο κι αυτόν ωσάν το μαραμένο πρόσωπό της. Τα ματόκλαδά της δεν παίζανε, τα νεύρα της θρυμματισμένα, τα κύτταρα όλα σε ατέρμονη χειμέρια νάρκη. Όλα νεκρωμένα λες και δεν υπήρχε, δεν επικοινωνούσε με τον άλλο κόσμο.
Δεξά της το μεγαλόπρεπο Κορακοβούνι με πρίνους, αστοιβίδες και βότανα αρωματικά μπόλικα στολισμένο και ζερβά, αραδιασμένα αμφιθεατρικά όμορφα σπίτια ίδια παραμυθούπολη κοιμισμένη. Πού και κανένα παναθύρι φωτισμένο. Τα άλλα σβηστά και σφαλιγμένα με τους ψαράδες να έχουν στήσει αυτί μπας και σηκωθεί αγέρας και χάσουν αρματωμένα τα δίχτυα, τους παραθεριστές να ονειρεύονται εμπειρίες καινούργιες και περιπέτειες και τις κυράδες να γουργουρίζουν ωσάν τις όρνιθες πλάι τον πετεινό προστάτη.
Και περνούσανε ομπρός της χρόνια και μήνες αμέτρητοι, κι άστραφτε και ξεπρόβερναν γονείς, γειτόνοι, φίλοι κι αγαπητικοί, γιορτές, ξεφαντώματα και πανηγύρια, μνημόσυνα και κηδείες, αθρώποι δικοί της που χαθήκανε, όλα διαβαίνανε σε μια παρέλαση μπροστά της χωρίς ετούτη να κινήσει μηδέ το ματόκλαδο. Κι όλο αγνάντευε στο πέλαγος λες κι ερχόταν σημαιοφόρος με τη δάδα ή το λάβαρο αυτός.
Το Χάρο απάντεχε να τη λυτρώσει. Δεν απάντεχε, τον εκαλούσε παρακαλεστά.
«Έλα χαρώ τον», έλεγε με δίχως να κινήσει δαχτυλάκι. Μόναχα τα μάτια της στάζανε στην κοραλλένια άμμο.
Κι έβλεπα να ξεχειλά ο νους της τρυφεράδα και προσμονή για το τέλος. Μες στο σιωπηλό ετούτη βουητό συναιστημάτων και τα υπόκωφα μουγκρητά των κυμάτων, εύρηκε υπερδύναμη στις σακατεμένες της αρθρώσεις, ορθώθηκε, έτρεξα να τη βοηθήσω, μου έμπηξε τσιριστή φωνούλα «φύγε», υπάκουσα, και με κόπο σύρθηκε στα πόδια της, σταμάτησε τρεμάμενη, και κοίταξε με πάθος προς το ανοιχτό πέλαγος.
Θέλησε να παραστήσει την αντρειωμένη, έβαλε τη χούφτα κεραμίδι να δει πιο καλά, πιο μακριά, εκεί που χάνεται, εκεί που ξεκινά η θάλασσα, στα μεγάλα βάθη που έμελε να χαθεί και να τον ξεβράσει το κύμα εδώ, σε τούτη την αμμουδερή γωνιά που η Αλκμήνη διάλεξε να έρθει τις τελευταίες στιγμές της ζωής της μπας και τον ανταμώσει.
Γραφτό μου να ζήσω τούτες τις τραγικές στιγμές σα σωριάστηκε στη βρεμένη άμμο.
- Ανήμπορη να τους προσφέρνω σα δούλα, τα παιδιά μου με διώξανε. Αυτός που με πόνεσε, ο πατέρας τους, ξεβράστηκε εδώ από το κύμα, τι μου απομένει, από το να τον προσμέν...;
Προτού τελέψει τη φράση της τη συμπονέσανε τα κύματα, βαλθήκανε να χαδεύουν τα ασπρισμένα της μάγουλα.
Και ξαναχώθηκα στο καταφύγι μου να πλέξω αρμαθιά ματωμένη την πίκρα, τις χαρές, το δάκρυ, ανάκατα τον αγώνα το μεγάλο, τις χαμένες ελπίδες και τις όποιες ομιχλιασμένες προσδοκίες με πόνεση, θαλασσοδώρο ψυχής στη μνήμη της.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey