Ξένα αδέρφια, ώρες πολλές μαζί

06/07/2012 - 14:18

Έσφιξε το κεφαλομάντηλο, σοβάρεψε, δάγκωσε αγκίστρι καμωμένο το δείχτη του χεριού της, άνοιξε διάπλατα τα πρασινογάλαζα κρύα μάτια της, έσφιξε κι άλλο τα δόντια της, κόντεψε να βγάλει αίμα το δαχτύλι, κι αυτό ήταν όλο.

Έσφιξε το κεφαλομάντηλο, σοβάρεψε, δάγκωσε αγκίστρι καμωμένο το δείχτη του χεριού της, άνοιξε διάπλατα τα πρασινογάλαζα κρύα μάτια της, έσφιξε κι άλλο τα δόντια της, κόντεψε να βγάλει αίμα το δαχτύλι, κι αυτό ήταν όλο.

Σταμάτησαν φωνές, κλαψουρίσματα και σκανταλιές, νέκρωσε κάθε ανάσα.,

Ξέρανε όλοι πως τούτη η κίνηση σήμαινε τιμωρία αυστηρή ή λιποθυμία της μαμάς τους γιατί είχε μαλώσει ο πιο μεγάλος με τον πιο μικρό για το ποιος θα πάρει τη σφεντόνα να σημαδέψει το άκακο σπουργίτι που βρισκόταν στα μπρατσόκλαδα της βαλανιδιάς. Είχε αποκαλέσει ο μικρός γάιδαρο το μεγάλο κι αυτός τού ‘παιξε μια σφαλιάρα που αστράψανε τα μάτια του.

Ήτανε μια σκηνή που δε σπάνιζε κι ούτε σπανίζει άμα παίζουν οι μπόμπιροι. Μια σφαλιάρα, λίγα μυξοκλάματα, ψιλοβρισιές, κι υστερνά όλα ξεχνιούνται, φιλιώνουν κι αγκαλιάζονται σφιχτά.

Κι ετούτη η χαρά είναι πιο όμορφη, η αγάπη πιο τρανή, που δεν τη νιώσανε ποτέ τα μικρά ξεπεταρούδια.

Η Αντριανή, βλέπεις, η μάνα τους, έσφιγγε τα χαλινάρια μη χάσει τον έλεγχο. Κι είχε απαγορέψει φωνές, βρισιές, ξυλιές, μαλώματα μα και αγκαλιές ανάμεσα τα πέντε αδερφάκια.

- Να είστε αγαπημένοι για να σας αγαπάει ο Θεός κι η μαμά σας. Αλλιώς, βλέπετε; Στο φεγγάρι θα σας στείλει η Παναγία να μαρμαρώσετε εκεί.

Ακούγανε τα ορφανά, δεν είχανε άλλο στήριγμα, τρέμανε μη δούνε τη μαμά τους με το δάχτυλο διπλωμένο στα δόντια ή και πεσμένη νεκρή στο πάτωμα, ζαρώνανε, τηρούσαμε την προσταγή της.

Και διδαχτήκανε, ανάμεσα σε έχθρητες της μάνας με τους άλλους συγγενείς, μια αγάπη κατά παραγγελία, θεωρητική.

«Είπε η μαμά να αγαπιόμαστε», λέγανε κάθε που ένα συννεφάκι ξεπετιόταν ανάμεσά τους, και το σκεπάζανε να σιγοβράζει για να ηρεμήσουν πρόσκαιρα.

Διαβήκανε τα χρόνια, γινήκανε μεγάλοι και τρανοί, πετύχανε στη ζωή τους, βρήκανε καλούς συντρόφους, παντρευτήκανε, γιόμισαν παιδέγγονα τα σπιτικά, κι η εύθραυστη, αρρωστημένη αγάπη, βασίλευε για να κάνει όλους να είναι κουμπωμένοι, δισταχτικοί κι επιφυλαχτικοί αναμετάξυ τους.

Χαιρόντουσαν, λέγανε, για τις χαρές των άλλων, λυπόντουσαν για τη λύπη τους, μα όλα ήτανε μια τυποποιημένη θεατρική παράσταση.

Κι η πλασματική αγάπη λέγανε πως τους ένωνε.

Μέχρι που κουραστήκανε να παίζουν τους καλά σκηνοθετημένους απ’ την Αντριανή ρόλους τους, ξεχύθηκε αδιαφορία, τους πλημμύρισε συγκρατημένη ζήλια και πρώτεψε ένας ανταγωνισμός παθογόνος, το ποιος θα δείξει πως είναι πιο πετυχημένος κι αγαπά πιότερο τη μάνα τους, με κορωνίδα την έλλειψη εμπιστοσύνης. Κι όλα τούτα μουλωχτά, σκεπασμένα μη μάθει η μάνα όσο ζούσε και προπαντός ο κόσμος κι αμαυρωθεί το γόητρο της φαμίλιας τους.

«Η μαμά ήθελε να μην ξέρουν οι άλλοι τι γίνεται ανάμεσά μας κι ο καθρέφτης πάντα να λάμπει», λέγανε συχνά και το τηρούσανε.

«Βλέπω άλλους να αγκαλιάζονται να φιλιούνται, αλλά εμείς δεν ξέρουμε. Δε μας τα έμαθε κανένας», είπε μια μέρα ο πιο μικρός, γελάσανε οι μεγάλοι, απόμεινε με την απορία του.

Μια ανάμικτη αγάπη με μίσος τράνευε με τα χρόνια. Δε βγάλανε μαχαίρια, πιστόλια και γροθιές, μα βασίλευε ψυχρότητα, υπονοούμενα κι αδιαφορία. που πονάνε πιο πολύ.

«Φεύγουν τα χρόνια, έφυγε κι ο ένας από μας, και πάντα τα ίδια», μουρμούριζε ο πιο μικρός.

Μουρμούριζε ως επροψές το απόγεμα, που αντάμωσε με έναν που ακόμα ζει, κάτσανε στο πεζούλι, μιλήξανε, πετάξανε επί τέλους μάσκες, ξεπρόβαλαν πρόσωπα και τραύματα, αγριέψανε για μια στιγμή, ρεμήσανε, είπανε πολλά τραβηγμένα από τη ζωή, τη δικιά τους ζωή, κλάψανε, γελάσανε λευτερωθήκανε και, τι παράξενο, αγκαλιαστήκανε, φιληθήκανε και φιλιωθήκανε.

«Τι χάσαμε τόσα χρόνια!»

«Ας κρατήσουμε την καινούργια μέρα, ετούτη τη μεγάλη βραδιά που γνωριστήκαμε, κι ας την κληροδοτήσουμε στους επερχόμενους», είπανε και μείνανε έτσι ώρα πολλή, στην αιωνιότητα, θαρρείς.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey