«Οπού αγαπάς μην πολύ πας, κι αν πολύ πας μην πολύ κάτσεις…»

08/05/2012 - 16:10

Καλώς σας βρίσκω και πάλι σε τούτα τα πάτρια χώματα. Βουτιά ξανά στα καθ’ ημάς. Από καλοκαίρι έφυγα, σε καλοκαίρι ήρθα… Βιάστηκε φαίνεται ο Θεός κι από νωρίς έβγαλε σεργιάνι τις λιακάδες. Θαρρείς και το ’βαλε γινάτι ξαφνικά, σ’ αυτή την αγκυλωμένη κι αφυδατωμένη πραγματικότητα τόσων μαραζωμένων ονείρων, να μας γλυκάνει τις πίκρες.

Καλώς σας βρίσκω και πάλι σε τούτα τα πάτρια χώματα. Βουτιά ξανά στα καθ’ ημάς. Από καλοκαίρι έφυγα, σε καλοκαίρι ήρθα… Βιάστηκε φαίνεται ο Θεός κι από νωρίς έβγαλε σεργιάνι τις λιακάδες. Θαρρείς και το ’βαλε γινάτι ξαφνικά, σ’ αυτή την αγκυλωμένη κι αφυδατωμένη πραγματικότητα τόσων μαραζωμένων ονείρων, να μας γλυκάνει τις πίκρες.

Με τις εικόνες του άλλου μου τόπου στα μάτια και την ψυχή μου, παρ’ ότι έχουν περάσει κάμποσες μέρες, αυτές παραμένουν ακόμη υγρές… σαν την ατμόσφαιρά του. Κι όλο ψάχνω τρόπους να τις κρατήσω διάφανες κι ανέπαφες στο χρόνο. Ο κάθε τόπος που έχουμε ζήσει, είναι ο τόπος που μας κυκλώνει με την αύρα του και χαράζει στην καρδιά μας τις ανείδωτες γραμμές του. Μοίρασα τη ζωή μου ανάμεσα σε δύο χώρες, σ’ εκείνη και σε τούτη. Έτσι νιώθω δυο διαφορετικούς κόσμους, δυο διαφορετικές αισθητικές που τις κουβαλάω, προικιό και λάφυρο, μέσα μου.

Μια μαντινάδα του Λουδοβίκου των Ανωγείων λέει: «Οπού αγαπάς μην πολύ πας, κι αν πολύ πας μην πολύ κάτσεις, κι αν πολύ κάτσεις μην πολύ μιλείς, κι αν πολύ μιλείς να κατέχεις ίντα λες...». Λόγια σοφά, μα… δύσκολα κρατιέσαι, γιατί όσο αγαπάς, τόσο πιο κοντά θες να ’σαι και τόσο πιο πολύ θε να μιλάς γι’ αυτά. Δεν έκατσα πολύ, τι να προκάνεις σε δεκαπέντε μέρες, αν έχεις και τις έγνοιες του γάμου… Γι’ αυτό έλεγα στο προηγούμενο γραφτό μου πως για άλλα ήμουν εκεί. Αλλά τι να πεις και τι να σωπάσεις…

Διχασμένες οι εντυπώσεις μου για όσα είδα. Γι’ αυτό κι έριξα όλα μου τα μάτια στις φυσικές ομορφιές της, που λες και τελειωμό δεν έχουν, είναι οι μόνες που με κέρδισαν, όπως… και οι καρδιές των ανθρώπων της!

Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή - τις έζησα για λίγο, μα ήταν αρκετές - που σμίγουν στον αέρα οι ανάσες των ανθρώπων κι αρωματίζουν την αγάπη. Έτσι νιώθω πως αναπνέουν, κολλημένες ακόμη επάνω μου, οι ανάσες των αγαπημένων φίλων μου που ξανασυνάντησα εκεί. Πάντα πίστευα πως ο σεβασμός και η φιλία δεν επιβάλλονται, κερδίζονται. Κι αυτό, έξω από οποιονδήποτε λυρισμό, νοσταλγία ή συγκίνηση, το διαπίστωσα και το ένιωσα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να πλανιέται σα μύρο γύρω μου. Το είδα στις ματιές τους, γιατί απ’ αυτές αναβλύζει η αλήθεια, από τις ματιές και τα συναισθήματα.

Είναι κι άλλα που μ’ έκαναν να πονέσω. Η Βενεζουέλα, από τότε που έφυγα δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Τα κοινωνικά της προβλήματα, δυστυχώς, συνεχίζονται… Οι «απέναντι» έχουν αυξηθεί κι άλλο… Ο φόβος, η ανασφάλεια, η εγκληματικότητα μαστίζουν τη χώρα προκαλώντας έντονες ανησυχίες στους κατοίκους της. Μεγάλες οι αντιθέσεις και κραυγαλέες οι ανισότητες. Οι άνθρωποι μοιάζουν ανήμποροι να ορίσουν τη μοίρα τους κατά πώς ονειρεύονται. Μια κοινωνία δυο ταχυτήτων. Οι φτωχοί και οι άλλοι. Έχουν δεχτεί προ πολλού αυτή την πραγματικότητα, έτσι αναγκάζονται να δημιουργούν απομονωμένους πυρήνες. Οι πλούσιες γειτονιές, οχυρωμένες πίσω από τα υπερυψωμένα τείχη με ηλεκτροφόρα καλώδια και σιδεριές. Και παραπέρα, οι άλλες… οι εξαθλιωμένες, τα barrios που ζουν στο δικό τους κόσμο μέσα στην απόλυτη ένδεια, αλλά με τη χαρά της ζωής. Έτσι είναι τα πράγματα.

Θέλω, τούτο το γραφτό μου να το πάρουν οι αγέρηδες να το πάνε πίσω, αντίδωρο σ’ εκείνα τα μέρη και τους ανθρώπους που μου χάρισαν ανιδιοτελώς την αγάπη τους!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey