Ο καπετάν Πολέμας

03/05/2012 - 21:30

Έριξε ο καπετάν Πολέμας τον τουρβά με τα εφόδια που του ‘δωκε ο γιος του στην πλάτη, έβαλε ομπρός του το περήφανο βουνό, όρμηξε, δρασκέλιζε, ξεκουνούσε πέτρες και δεντρόριζες, παραμέριζε ρουμάνια κι ασπαλάθους, αντάμωσε τη στενάδα του φαραγγιού με το νερό να κατρακυλά με μάνητα στα σπλάχνα του, πενήντα μέτρα κάτω, έδωκε έναν πήδο, πετάχτηκε την άλλη μπάντα.

Πασχαλιάτικο διήγημα

Έριξε ο καπετάν Πολέμας τον τουρβά με τα εφόδια που του ‘δωκε ο γιος του στην πλάτη, έβαλε ομπρός του το περήφανο βουνό, όρμηξε, δρασκέλιζε, ξεκουνούσε πέτρες και δεντρόριζες, παραμέριζε ρουμάνια κι ασπαλάθους, αντάμωσε τη στενάδα του φαραγγιού με το νερό να κατρακυλά με μάνητα στα σπλάχνα του, πενήντα μέτρα κάτω, έδωκε έναν πήδο, πετάχτηκε την άλλη μπάντα, σπίθισαν βράχια και σκαρπίνια, κι αγρίμι ανεξημέρωτο, όλο ανέβαινε. Δεν καταλάβαινε, κι ας ήταν παλιός θαλασσομάχος, από εμπόδια και κακοτράχαλες περασιές. Μηδέ και πάγαινε με τον ίσιο δρόμο. Χασομέρι το λογάριαζε, έπαιρνε ντρέτα την ανηφοριά ώσπου να βγει στην κορφή, να θαμάξει την πλάση, να γιομίσει φρέσκον αγέρα τα πνεμόνια του, να μαζώξει αμανίτες κι αβρονιές, να παλέψει με της φύσης τις κακοκεφιές, κι ολοΐδρωτος μα καλοκαρδισμένος, κατά που συνήθιζε, να σβήσει στο γουβιασμένο βράχο με το παγωμένο νερό τον καημό του.

Απόψε όμως όλο κι ανέβαινε. Καβάλησε την οροκορφή, κοίταξε από ψηλά το γιαλό που απαρνήθηκε, σφούγγιξε τα μάτια του, σταμάτησε στο μικρό μοναστήρι του προφήτη Ηλία, κι ως απάντεχε τον παπά να δευτεραναστήσουν έστειλε το νου του χρόνους πίσω, σε κείνο το Μεγαλοδεύτερο. Ήτανε σούρουπο, σαν έφτασε ο παπά Κλεόπας με το γαϊδουράκι του απ’ αλάργα, ξεπέζεψε στην πλατεία του χωριού μπροστά στον Άγιο Χαράλαμπο, κουβάλησε κεριά, λιβάνια, δισκοπότηρα, πετραχήλια, όλα τα σύνεργά του, τα απίθωσε στη μεγάλη πλάκα που χρησίμευε για Άγια Τράπεζα, έβαλε το ζωστικό και ξεπρόβαλε όξω να κρούσει τη μικρή καμπάνα, να μαζωχτούνε οι Χριστιανοί, να βγάλουν το Νυμφίο και να τον υμνήσουν που απόψε έμπαινε στα Ιεροσόλυμα.

Πρώτη ήρθε η κυρά Στάσα, κοντούλα, παχουλούλα, θεοφοβούμενη νεωκόρισσα και ξοπίσω η κυρά Μελπάρα, που ο συχωρεμένος άντρας της ήτανε επίτροπος, κι έπιασε την καρέγλα πίσω από ‘να τραπεζάκι που το λέγανε παγκάρι, για να μετρά πόσα βάνει ο καθένας για κερί και να μαθεύεται στο χωριό ποιος είναι τσιγκούνης και ποιος χουβαρντάς με τον Άγιο. Η παπαδιά, πρόβαλε στο εικονοστάσι, προσκύνησε, χώθηκε σ’ ένα στασίδι, κουλουριάστηκε, κι όλο να προσεύχεται και να χαμηλοβλέπει.

Σερνάμενη ήρθε κι η κυρά Πηνελόπη με τα πέντε παιδιά, εικοσιδυό αγγόνια, έντεκα δισέγγονα και εφτά τρισέγγονα, τα πιο πολλά ξενιτεμένα που ξεχνά τα ονόματά τους, κι αγκομαχώντας έφτασε ως το ψαλτήρι, να βοηθά, λέει, τον Μαριγόγιαννη τον ψάλτη, που στα γίδια, με τα κουδούνια και τη φλογέρα, έμαθε την ψαλτική.

Θε να ‘ρθανε καμμιά δεκαριά, τελευταίος φάνηκε ο Σταύρακας, έκατσε στην καρέγλα μια και τα πάχητά του δεν χωράγανε σε στασίδι, σφάλιξε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι, και ξύπνησε σαν άρχισε το τροπάρι του Νυμφίου.

Κείνη την ώρα, ακούστηκε ένα τράνταγμα της πόρτας, λίγο έλειψε να ξεμασκαλιστεί και δρασκέλισε το κατώφλι, βρέθηκε δίπλα στο μανουάλι ο καπετάν Πολέμας, ξεσκούφωτος, αναμαλλιασμένος κι ολομάτωτος. Έπεσε μια νέκρα στην εκκλησιά κι όλοι με τρόμο στραφήκανε προς τη μεριά του, μα αυτός δεν έβλεπε παρά μόνο το γιο του που τον έβγαλε απ’ τον γκρεμό προ λίγες ώρες σαν τον παρέσυρε το ποτάμι όταν πάσκισε να το πηδήξει με δυο αρνιά στην αγκαλιά του. Τα αρνιά, και τα δυο, τα βρήκανε ζωντανά. Τον Αντρίκο τον ανέσυρε ο πατέρας του, τον φόρτωσε στη φοράδα, τον παρέδωσε, δυο ώρες μακριά, στου γιατρού τα χέρια.

«Γιατρέ, κάνε τον καλά κι εγώ μια ζωή θα σ’ ευγνωμονώ.»

Δεν είχε, βλέπεις, άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Δυο κοριτσάκια δίδυμα είχε πιάσει ο σπόρος του, η μαμή τότεσου δεν είχε γνώσεις, πεθάνανε μαζί με τη μάνα στη γέννα· από αιμορραγία.

Κι εφέτος, να, τρίτωνε το κακό. Όλη τη Μεγαλοβδομάδα χαροπάλευε ο Αντρίκος κι οι μοιρολογήτρες κάνανε πρόβα μια και φτάνανε κακά μαντάτα.

Στην Ανάσταση, δε ρίξανε βαρελότα και τρακατρούκες οι χωριανοί. Ψάλανε το Χριστός Ανέστη, ξαναμπήκανε στην εκκλησιά, κι ως κόντευαν να τελέψουν τα Αναστάσιμα τροπάρια, σείστηκε πάλι ο ναός, χίμηξε μέσα ο καπετάν Πολέμας, σπιθίσανε τα στιβάνια του στις πετρόπλακες και με δίχως να μιλήσει άναψε κεριά, δύο. Ένα για τον ίδιο κι ένα για το παλικάρι του τον Αντρίκο που τον έσωσε ο προστάτης του Άγιος.

Έκανε ευτύς μια άγαρμπη υπόκλιση στο λιγοστό εκκλησίασμα και ξεπρόβαλε απ’ τα μουστάκια του παράξενο μουρμουρητό.

- Συχωρνάτε με χωριανοί.

Στράφηκε μετά προς τον παπά Κλεόπα που κείνη την ώρα έβγαινε στην Ωραία Πύλη με το δισκοπότηρο στο χέρι, κοινώνησε.

Περάσανε κάμποσες μέρες, και σαν έφερε πίσω τον Αντρίκο, τον καλοτάισε, τον φρόντισε σα μάνα, κι άμα ανέχτησε δύναμη κι ορμές, του παρέδωσε καΐκια και ξάρτια κι αποσύρθηκε. Να καλογερέψει, τάχτηκε, στο παλιό μοναστήρι του Άι-Λια, που το ξανάσαξε με τα χέρια του. Ναυτικός, μαθές, ήτανε κι αυτός, κιντύνεψε, ανέβηκε στερνά στα όρη, κι εκεί ασκήτεψε.

Εδώ που απάντεχε σήμερα πιστούς και παπά να δευτεραναστήσουν.

Σε βαθιά γεράματα αρρώστησε, δεν ήθελε γιατρό, «καλά περπάτηξα τη ζωή μου», έλεγε, κι απάντεχε το εγγόνι του τον νιόβγαλτο καπετάν Πολέμα να του σφαλίξει τα βλέφαρα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey