Ο Ξενοφών Μαυραγάνης μιλά στο «Ε» με αφορμή το βιβλίο του, «Ουζερί»:

«Το Πλωμάρι, αν και υπέροχος τόπος, μένει πάντα εκτός σχεδιασμών»

18/04/2017 - 14:34 Ενημερώθηκε 18/04/2017 - 15:04

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Ουζερί» του Ξενοφώντα Μαυραγάνη την ερχόμενη Τετάρτη του Πάσχα στις 7.30 το απόγευμα στο ουζερί «Δίαυλος» στα Λαδάδικα, αδράξαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον συγγραφέα. Οι περισσότεροι γνωρίζουν το έργο του ως δικηγόρου και κυρίως ως δημοσιογράφου στη Θεσσαλονίκη. Ίσως όμως να μη γνωρίζουν ότι συνέδεσε τα πρώτα του βήματα στο ρεπορτάζ, με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, της οποίας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Γεννημένος στο Πλωμάρι και κουβαλώντας το πάντα μαζί του, έδωσε το στίγμα του στην ιστορία της εποχής του, αλλά και στο δημόσιο λόγο. «Αιρετικός» σαν τη στήλη που είχε στο «Ε», στις πολιτικές του απόψεις, αλλά και ερωτευμένος πάντα με το Πλωμάρι, το οποίο είναι στο επίκεντρο των διηγημάτων του. Όραμά του, η γενέτειρά του να σταματήσει να αποτελεί «ου-τόπος», όχι με την έννοια της ουτοπίας, αλλά σαν ένας τόπος που ξεχάστηκε από την πρωτεύουσα του νησιού και… έπαψε να υπάρχει.

Συνέντευξη στην ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ

Τι είναι αυτό που σας εμπνέει στο Πλωμάρι και παίζει πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στα διηγήματά σας;
«Κατ’ αρχάς το Πλωμάρι, ως γενέθλιος τόπος, ενσωματώνει όλα τα βιώματα της νεότητάς μου, τα δώδεκα χρόνια του σχολείου, που με μόρφωσε και με διαμόρφωσε, την ιερή μνήμη των γονιών και των παππούδων μου, τους παιδικούς φίλους μου, τους πρώτους έρωτες, τις πρώιμες αναζητήσεις, αμφισβητήσεις και τις μικρές, χαμένες φευ, επαναστάσεις. Αλλά το Πλωμάρι, ως μια κωμόπολη, με κοινωνία καθαρά αστική, στα εβδομήντα τόσα χρόνια που τη ζω, αντικατοπτρίζει και φωτογραφίζει απόλυτα την ελληνική κοινωνία, που δυστυχώς μόνο στα λόγια προοδεύει και προχωρεί, ενώ στην πραγματικότητα υποχωρεί και αργοσβήνει, μη επιχειρώντας καν να εκμεταλλευθεί τα πολύτιμα στοιχεία του παρελθόντος της».
Τι θύμησες ξυπνά και τι μαθαίνει τους νεότερους το «Ουζερί» σας;
«Η δεκαετία του 50-60, και κυρίως η πρώτη της πενταετία, χαρακτηρίζεται από μια ανακούφιση, ένα βαθύτατο αχ, που βγήκε από τα στήθη της πλειοψηφίας των Ελλήνων, με την υποτιθέμενη λήξη των παθών του και κυρίως των εμφυλίων παθών του. Επακολούθησε μια περίοδος που οι εξουσίες την ονόμασαν “της ανόρθωσης και της ανασυγκρότησης”, κατά την οποία υποτίθεται πως επιχειρήθηκε με τη δαπάνη τεραστίων, δανεικών βεβαίως, ποσών, τα οποία πλούτισαν λίγους και φτώχυναν πολλούς, γι’ αυτό και οι δρόμοι της μετανάστευσης την εποχή εκείνη υπήρξαν πολυσύχναστοι και πολυάνθρωποι. Και ειλικρινά θλίβομαι και πονώ σήμερα, που βλέπω και ακούω στην πόλη μου και στο νησί μου, κάποιους να καταριούνται τους κατατρεγμένους ανθρώπους, θέλοντας να ξεχνούν ότι σε κάθε λεσβιακή οικογένεια υπάρχει τουλάχιστον ένας μετανάστης. Υποστηρίζω όμως, με συντριβή καρδίας, πως κανένα “Ουζερί” δεν μπορεί να διδάξει τους νέους, που δεν διαβάζουν, γιατί τους έχει κατακτήσει η οθόνη της τηλεόρασης ή του υπολογιστή και των ομοίων του, μη διατηρώντας καμιά σχέση με την αλήθεια και κυρίως την αυτογνωσία».

«Το Πλωμάρι με εμπνέει»

Αξίζει που αφήσατε πίσω σας τη Θεσσαλονίκη για να μείνετε στο Πλωμάρι;
«Νομίζω πως είχε ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως γιατί έδωσε ένα νέο νόημα στη ζωή μου. Να παράγω έργο στο πλαίσιο της λειτουργίας της Λέσχης Πλωμαρίου “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, αλλά και να γράψω όλα αυτά που περιέλαβα στα βιβλία μου. Δεν εγκατέλειψα όμως τη Θεσσαλονίκη όπου έζησα και δούλεψα σαράντα οκτώ χρόνια. Εκεί εκτός από την οικογένειά μου, υπάρχουν ακριβοί φίλοι, συνάδελφοι, συμμαχητές, άνθρωποι που ποτέ δεν αναπαύτηκαν σε μια πολυθρόνα, τους οποίους τιμώ και με τιμούν. Το Πλωμάρι με εμπνέει και με ενθουσιάζει, η Θεσσαλονίκη με διαβεβαιώνει πως ορθώς -κατά το πλείστον- έπραξα».
Ποια είναι η σχέση του Πλωμαρίου με το νησί και την πρωτεύουσα;
«Δυστυχώς, όχι ιδανική, για να μην πω ούτε καν καλή. Το Πλωμάρι είχε το προνόμιο παλιά, να αναπτύξει μια εμποροβιομηχανική και ναυτιλιακή οικονομία, που συναγωνιζόταν αυτήν της Μυτιλήνης. Συνεχιζόμενη και σήμερα με την παραγωγή του φημισμένου ούζου και την τυποποίηση του εξαιρετικού λαδιού. Που από ανταγωνισμός μεταβλήθηκε σε μια υφέρπουσα εχθρότητα θα έλεγα, επιβιώνοντας, δυστυχώς και σήμερα. Χάρη σ’ αυτές τις δραστηριότητες, είναι το μόνο σημείο του νησιού, εκτός Μυτιλήνης, που διατηρεί τελωνείο. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι κοινώς αποδεκτό, πως αν ένας ξένος Έλληνας ή αλλοδαπός βρεθεί μόνος του στη Μυτιλήνη και ζητήσει πληροφορίες για το νησί, θα μάθει για όλα τα μέρη, εκτός απ’ το Πλωμάρι. Κανείς δεν θα του μιλήσει γι’ αυτό. Για πολλούς Mυτιληνιούς είναι σα να μην υπάρχει. Έχει όμως και την αδυναμία να είναι χωροταξικά αποκομμένο, να αποτελεί τρόπον τινά “νήσον εν τη νήσω”, όπως έλεγε ο ποιητής και διανοητής Γιώργος Γιαννουλέλλης. Που ως Πλωμαρίτης, ζώντας και δουλεύοντας στη Μυτιλήνη, γνώρισε και αντιλήφθηκε αυτόν τον, όχι εξ αγαθού συνειδότος, ανταγωνισμό, που σπρώχνει τον τόπο μου συνεχώς προς τα πίσω. Προς την παρακμή. Η δομή και οργάνωση του νέου Δήμου Λέσβου, χωρίς αυτή να είναι η μόνη αιτία, οδηγεί την κοινωνία και την οικονομία του Πλωμαρίου, προς την εξαφάνιση. Είναι ευτύχημα πάντως που βλέπω να ολοκληρώνεται ο δρόμος της Λαγκάδας -όνειρο και επιδίωξη δεκαετιών- που θα το φέρει πιο κοντά στο κέντρο όλων των δραστηριοτήτων. Τη Μυτιλήνη. Ήμουνα βρέφος όταν άκουγα να συζητιέται ο δρόμος Πλωμαρίου - Βατερών, που θα έδινε μια ανάσα, μια διέξοδο στο εγκλωβισμένο Πλωμάρι. Και είμαι βέβαιος πως και όταν θα είμαι παρελθόν, το όνειρο θα μένει πάντοτε ανεκπλήρωτο. Φοβούμενος πολύ ότι ο εγκλωβισμός και ο στραγγαλισμός θα εξακολουθήσει. Γι’ αυτό και νομίζω πως δεν αφορά τους Πλωμαρίτες η αναζωπύρωση της συζήτησης για τη διάσπαση του Δήμου Λέσβου, αφού πίστη μου είναι πως όσοι νέοι δήμοι κι αν δημιουργηθούν, το Πλωμάρι -ίσως και με ευθύνη των πολιτών του- θα είναι έξω από τους σχεδιασμούς. Βρέθηκα στις προκαλλικρατικές συζητήσεις, διαπιστώνοντας πως όλοι, μα όλοι συνασπίζονταν εναντίον του Πλωμαρίου».

 

Η Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος» είναι μια λέσχη που θα μείνει; Εμπλέκει νεολαία;

«Ναι, πιστεύω ότι θα μείνει, γιατί αποτελεί τη ζωντανή μας ιστορία, ιδίως μετά τη νέα εκκίνηση, που της έδωσαν τα διοικητικά συμβούλια των τελευταίων δέκα ετών. Εμείς ως διοίκηση της ΛΕΣΧΗΣ, που αργά ή γρήγορα θα φύγουμε, προσπαθούμε να εμπλέξουμε -με την καλή έννοια ασφαλώς- τους νέους. Κινηματογράφος, σκάκι, ζωγραφική, εκθέσεις, χορωδία, εκδόσεις βιβλίων. Δυστυχώς οι νέοι δεν επιθυμούν να εμπλακούν. Ίσως έχουν καλύτερα και μάλλον ευκολότερα πράγματα να κάνουν».
Ποια τα επόμενα σχέδιά σας; Θα ακολουθήσει νέο βιβλίο;
«Δεν σχεδιάζω τα γραψίματά μου. Οι λέξεις έρχονται ως πειρασμοί, μόνες τους. Ήδη βρίσκεται στα χέρια του εκδότη μου, το μυθιστορηματικό χρονικό “Εφτά και κάτι νύχτες”, που αναφέρεται στην επτάχρονη δικτατορία, όπως εγώ την έζησα. Επίσης είναι έτοιμη για δημοσίευση μια συλλογή επτά διηγημάτων, ένα από τα οποία έχει δημοσιευθεί στο “Λεσβιακό Ημερολόγιο 2016” του φίλου Παναγιώτη Σκορδά, δύο στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό “Fractal” και ένα στην εφημερίδα “Αυγή”. Ακόμα ένα μυθιστόρημα, που διαλαμβάνει την πεντηκονταετία 1880-1930, και τις σχέσεις των Ελλήνων της βαθιάς Μικράς Ασίας απ’ όπου καταγόταν ο ένας παππούς μου και εκείνων της Βλαχίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η γιαγιά μου. Προσπαθώ με όσα παραθέτω εκεί, να θυμίσω στους φωνασκούντες και θορυβούντες πως όλες τις εποχές καραβάνια ολόκληρα Ελλήνων εγκατέλειπαν τη γη τους για να δημιουργήσουν και εν πολλοίς να μεγαλουργήσουν, μακριά απ’ αυτήν. Όλοι αυτοί ήταν ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ. Τι άλλο εξ άλλου αποτελούν οι, δυστυχώς, χιλιάδες νέοι μας, που προσπαθούν να ζήσουν και να δουλέψουν στο εξωτερικό;
Σας ευχαριστώ θερμά για την συνομιλία που είχαμε».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey