Η Iστορία στην υπηρεσία της προπαγάνδας

01/07/2012 - 05:56
Στις 26 Αυγούστου συμπληρώθηκαν 89 χρόνια από τη θλιβερή ημέρα έναρξης της μεγάλης τουρκικής επίθεσης, η οποία οδήγησε στην ραγδαία κατάρρευση του μετώπου του Αφιόν Καραχισάρ, στην αποσύνθεση των ελληνικών μονάδων, στον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου.
Στις 26 Αυγούστου (13 Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) συμπληρώθηκαν 89 χρόνια από τη θλιβερή ημέρα έναρξης της μεγάλης τουρκικής επίθεσης, η οποία οδήγησε στην ραγδαία κατάρρευση του μετώπου του Αφιόν Καραχισάρ, στην αποσύνθεση των ελληνικών μονάδων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και την πυρπόληση της Σμύρνης.
Τραγική φιγούρα της κατάρρευσης του μετώπου αποτέλεσε ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης, διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, που δέχθηκε το βάρος της τουρκικής επιθετικής προσπάθειας.


Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια καταστροφής του Τουρκικού Στρατού στο Σαγγάριο και την εμπλοκή του Ελληνικού Στρατού σε αγώνα κάτω από δύσκολες συνθήκες, στις 22 Αυγούστου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας υπέβαλε έκθεση στην κυβέρνηση, όπου τόνιζε το μάταιο της συνέχισης της προέλασης για κατάληψη της Άγκυρας και ζητούσε οδηγίες, παράλληλα δε στις 24 Αυγούστου 1921 διέταξε τα Σώματα Στρατού να εγκατασταθούν αμυντικά στις κατεχόμενες θέσεις. Πράγματι, παρά τις αντιρρήσεις του υπουργού Στρατιωτικών, ο πρόεδρος της κυβέρνησης απάντησε στις 03:00 της 28ης Αυγούστου 1921 στην έκθεση της Στρατιάς: «Η Στρατιά να αποφασίσει για τη συνέχιση ή μη των επιχειρήσεων, δεν κρίνεται σκόπιμη η προσφυγή στον Κεμάλ ή στους Συμμάχους, διότι θα θεωρηθεί ήττα, και να διατηρηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έδαφος για τις διαπραγματεύσεις.»
Οι τουρκικές δυνάμεις συνεχώς ενισχυόμενες από Γαλλία, Ιταλία και ιδιαίτερα από το νέο καθεστώς της Ρωσίας και με την παράλληλη σταδιακή αποδοχή του Κεμάλ από τις φυλετικές ομάδες της Ανατολίας, κατόρθωσαν να εντάξουν και να εκπαιδεύσουν μεγάλο αριθμό στρατευσίμων και να αναλάβουν επιθετικές επιχειρήσεις μικρής μεν κλίμακας, οι οποίες όμως επέφεραν φθορά στις ήδη καταπονημένες ελληνικές δυνάμεις.
Η Στρατιά αποφάσισε και εγκαταστάθηκε αμυντικά στη γραμμή της Συνθήκης των Σεβρών, η οποία ξεκινούσε από την Κίο στην Προποντίδα, περνούσε από Εσκί Σεχίρ (ανατολικά), Σεϊντί Γαζί (ανατολικά), Αφιόν Καραχισάρ (όπου εισχωρούσε 10 χιλιόμετρα στα ανατολικά για να περιλάβει την πόλη), ανατολικά του Ακάρ Νταγ και στη συνέχεια διά της δεξιάς όχθης του Μαιάνδρου Ποταμού κατέληγε στη θάλασσα. Τεράστια γραμμή, συνολικού μήκους 740 χιλιομέτρων, που στην ουσία την επιτηρούσαν από τα αριστερά προς τα δεξιά τα Γ΄, Β΄ και Α΄ Σώματα Στρατού (Σ.Σ.). Στο τομέα της κύριας τουρκικής επίθεσης τα Α΄ και Β΄ Σ.Σ. διέθεταν συνολικά 37 τάγματα και 19 ίλες ιππικού στην πρώτη γραμμή και 46 τάγματα πεζικού εφεδρεία, ενώ οι Τούρκοι διέθεταν 110 τάγματα πεζικού και 83 ίλες στην πρώτη γραμμή και στην εφεδρεία 30 τάγματα και τρεις ίλες.

Πλέον των δυσμενών αριθμητικών στοιχείων πρέπει να επισημάνουμε τα παρακάτω, που επιδρούσαν αρνητικά στην επιχειρησιακή ικανότητα των ελληνικών δυνάμεων:
- To ηθικό του στρατεύματος ήταν στο χειρότερο σημείο εξ αιτίας της αποτυχίας στο Σαγγάριο, όπου η Στρατιά έχασε το 50% της μάχιμης δύναμής της, και των αντιπαραθέσεων μεταξύ των αξιωματικών λόγω διχασμού (βενιζελικοί - βασιλικοί, αντικατάσταση αρχιστρατήγου και διοικητών μεγάλων μονάδων με φίλα προσκείμενους στο βασιλιά).
- Η χαλάρωση στη δίωξη των λιποτακτών και των ανυπότακτων, γεγονός που επιδρούσε αρνητικά σε αυτούς που ήταν στο πεδίο της μάχης.
- Έλλειψη ικανών συγκοινωνιών, καθώς και έλλειψη δρομολογίων, από οπίσω προς τα εμπρός, για αντεπιθέσεις, καίτοι υπήρχε χρόνος (εννέα μήνες) για τη διάνοιξή τους.
- Οργάνωση επικοινωνιών με καλώδιο επί στύλων, που ήταν εύκολος στόχος.
- Πλημμελής συντήρηση του υλικού, χαμηλού επιπέδου μέριμνα του προσωπικού και ελλείψεις σε υλικά και πυρομαχικά.

Στην άλλη πλευρά
Στην απέναντι πλευρά όλα έβαιναν ευνοϊκά για τον Κεμάλ:
- Η οργάνωση, εκπαίδευση και ο εξοπλισμός του νεοσύστατου Τουρκικού Στρατού σταδιακά βελτιώνονταν, χάριν της εξωτερικής βοήθειας, η οποία προοδευτικά αυξανόταν όσο ο Κεμάλ επικρατούσε στο εσωτερικό μέτωπο και διαφαινόταν ότι αποτελεί τη διάδοχη λύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς θα ήταν ο νέος ηγέτης, που θα διασφάλιζε τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων στην περιοχή.
- Οι μετακινήσεις των στρατευμάτων άρχισαν από τις 9 Ιουλίου μυστικά και γίνονταν μόνο τη νύκτα. Παράλληλα, για να δώσει επιτόπου οδηγίες ο Κεμάλ, οργάνωσε τέλη Ιουλίου τουρνουά ποδοσφαίρου μεταξύ των μονάδων. Στις 20 Αυγούστου τού 1922 σε σύσκεψη στο Ακσεχίρ καθορίστηκε ως ημέρα επίθεσης η 26η Αυγούστου, ενώ στις 25 Αυγούστου όλα τα τουρκικά τμήματα είχαν φθάσει στον προορισμό τους.
- Στις 25 Αυγούστου ο Κεμάλ με το Στρατηγείο του έφθασε στο ύψωμα Κοτζάτεπε (στη πρώτη γραμμή) για να διευθύνει τις επιχειρήσεις, ενώ ο δικός μας αρχιστράτηγος παρέμεινε στη Σμύρνη.
- Οι ξένες μυστικές υπηρεσίες και ιδιαίτερα του Ηνωμένου Βασιλείου, που ενημέρωνε μέσω Στεργιάδη τη Στρατιά για τις κινήσεις του Κεμάλ, από αδυναμία ή από σκοπιμότητα όλο αυτό το διάστημα της προετοιμασίας δεν παρείχαν πληροφόρηση.
- Έτσι επιτεύχθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις ο στρατηγικός αιφνιδιασμός των ελληνικών δυνάμεων για τη συγκέντρωση του όγκου των δυνάμεων και την περιοχή εκδήλωσης της κυρίας προσπάθειας.

Το τέλος

Στις 05:00 της 26ης Αυγούστου 1922 άρχισε σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού κατά των ελληνικών αμυντικών θέσεων, στην οποία το ελληνικό πυροβολικό λόγω αδυναμίας κίνησης δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Στις 06:00 άρχισε η τουρκική επίθεση με κύρια προσπάθεια στην εισέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ και νοτίως αυτής. Ο αγώνας είναι σκληρός, στις 06:30 οι τουρκικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τα πρώτα ερείσματα. Οι ελληνικές αντεπιθέσεις δεν εκτοξεύονται εγκαίρως, η δε διαταχθείσα νυκτερινή αντεπίθεση από τη Στρατιά ουδέποτε πραγματοποιήθηκε.
Τη νύκτα 25 προς 26 Αυγούστου το τουρκικό ιππικό (το Ε΄ Σ.Σ.) κατόρθωσε να περάσει από το δασωμένο και μη επιτηρούμενο κενό του Τσαΐ Χισάρ, να κινηθεί νοτίως στα μετόπισθεν του Α΄ Σ.Σ. και να αποκόψει τη σιδηροδρομική επικοινωνία με Σμύρνη.
Μόλις έφθασε η πληροφορία στις 10:30 της 27ης Αυγούστου στο Α΄ Σ.Σ. περί ύπαρξης τουρκικού ιππικού στα μετόπισθεν και σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του αγώνα και τη διακοπή των επικοινωνιών, αναγκάστηκε ο στρατηγός Τρικούπης να διατάξει σύμπτυξη εν ημέρα η οποία έλαβε τη μορφή κατάρρευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ασύρματος του Σώματος φορτώθηκε σε βαγόνι για το Εσκί Σεχίρ αντί για Ουσάκ και τελικά καταστράφηκε.
Παράλληλα, οι ευρισκόμενες αριστερά τού Α΄ Σ.Σ. ελληνικές δυνάμεις παρέμειναν άπραγες ή παρενοχλούνταν από του Τούρκους.
Η διάσπαση του μετώπου οδήγησε και στη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων σε δύο ομάδες, μία υπό το στρατηγό Φράγκου, η οποία κατόρθωσε να συμπτυχθεί και να κρατήσει για λίγο την αμυντική γραμμή του Τουμλού Μπουνάρ και στη συνέχεια να συμπτυχθεί προς Σμύρνη - Τσεσμέ, και μία υπό το στρατηγό Τρικούπη, η οποία περιπλανήθηκε στα υψώματα βορείως της σιδηροδρομικής γραμμής και αναγκάστηκε τελικά να δώσει την άνιση μάχη στην κοιλάδα του Αλί Βεράν, στις 30 Αυγούστου, κατά την οποία συνετρίβη. Ο στρατηγός Τρικούπης αρνήθηκε να αναπτύξει πρωτοβουλία επί του πεδίου της μάχης και κινηθεί εγκαίρως προς Τουμλού Μπουνάρ, όπως του ζήτησε με αγγελιαφόρο ο Πλαστήρας, ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες της Στρατιάς.
Τα υπολείμματα της ομάδας Τρικούπη, ακολουθούμενα και από πρόσφυγες, περιπλανήθηκαν στις πλαγιές τού Μουράτ Νταγ στις 31 Αυγούστου και 1η και 2 Σεπτεμβρίου πιθανόν είχαν απολέσει τον προσανατολισμό τους, φθάνοντας στο χωριό Καρατζά Χισάρ (βορείως του Ουσάκ) περί τις πρώτες νυκτερινές ώρες της 2ας Σεπτεμβρίου.
Αντιλαμβανόμενος ο Τρικούπης ότι είχε κυκλωθεί και λόγω της απροθυμίας για «άμυνα μέχρις εσχάτων» απέστειλε κήρυκα για να προτείνει συνθηκολόγηση.


Από αριστερά προς τα δεξιά, ο διοικητής τής ΙV Μ.Π. Δημαράς, ο διοικητής Α΄ Σ.Σ. Τρικούπης, ο Τούρκος συνταγματάρχης Αντνάν (Adnan), ο διοικητής Β΄ Σ.Σ. Διγενής και ο Τούρκος λοχαγός Εμίν (Εmin) (πάνω). Ο χάρτης με τη διάταξη στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το πρωί της 26ης (13ης) Αυγούστου 1922

Η αιχμαλωσία

Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία αιχμαλωτίζεται τμήμα αποτελούμενο από 193 αξιωματικούς (μεταξύ των οποίων ήταν οι διοικητές των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού, Τρικούπης και Διγενής, και ο διοικητής τής ΧΙΙΙ Μεραρχίας συνταγματάρχης Καϊμπαλής), 4.400 οπλίτες και έξι ορειβατικά πυροβόλα.
Εξετάζοντας τις τουρκικές πηγές για την αιχμαλωσία Τρικούπη, διαπιστώνεται ότι αυτό το θλιβερό γεγονός αποτέλεσε ευκαιρία για να ανυψωθεί το ηθικό του Τουρκικού Στρατού και κατ’ επέκταση του λαού. Συγκεκριμένα επινοήθηκε η ιστορία του λοχία Αχμέτ, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, γεννήθηκε το 1890, μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως αρχιφύλακας στις φυλακές του Αφιόν Καραχισάρ και πέθανε το 1956: Ο Αχμέτ μαζί με άλλους δύο ορίστηκε περίπολος αναγνώρισης τη νύκτα 2/3 Σεπτεμβρίου, πίσω του ακολουθούσε άλλο τμήμα 40 ανδρών. Ο λοχίας σκαρφάλωσε στο δασωμένο λόφο και μόλις έφθασε στην κορυφή αντίκρισε πέντε - δέκα Έλληνες και με την απειλή χειροβομβίδας τούς ζήτησε να παραδοθούν, όπως και έγινε. Στη συνέχεια τους οδήγησε στο διοικητή τάγματος, Fuat bey, ο οποίος του είπε ότι συνέλαβε το στρατηγό Τρικούπη.
Η ζωή τού Αχμέτ το 1972 γυρίστηκε ταινία από την εταιρεία Yeşilçam (είναι η τουρκική «Φίνος Φιλμ»), με σκηνοθέτη το Semih Evin και με ένα υπερβολικό για τις ανάγκες της προπαγάνδας σενάριο. Επίσης ο μύθος τού Αχμέτ πέρασε και στη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα στα εικονογραφημένα περιοδικά της εποχής.
Ο Τούρκος συγγραφέας Χασάν Οζπουνάρ (Hasan Οzpunar) αναφέρει ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές για ην αιχμαλωσία Τρικούπη, επισημαίνει όμως ότι στις κατ’ έτος εκδηλώσεις στο μνημείο του χωριού Göğem, όταν αναφέρουν την παράδοση της ομάδας Τρικούπη, λέγουν ότι έγινε στους πρόποδες του Elma dağ, στο διοικητή της 5ης Μεραρχίας Καυκάσου Συνταγματάρχη Dolaylı Halit. Το όνομα του λοχία Αχμέτ δεν αναφέρεται.

Στο βιβλίο με τίτλο «Αναμνήσεις», ο συνταγματάρχης Hamdi αναφέρει: «Τη νύκτα 2/3 Σεπ. ο λοχαγός Σαλίχ από το Σίβας, δ/κτής της ίλης ιππικού, έφερε στο λόφο Μπόλμελίκ (Bölmelik) βόρεια του χωρίου Göğem, δυο στρατηγούς και ένα συνταγματάρχη με τους υπασπιστές τους, αν και ήλθαν έφιπποι ήταν κατάκοποι. Πριν παραδοθούν στο Elma dağ, έκαναν συμβούλιο.»
Ο καθηγητής Ρεσάκ Καϋνάρ (Resak Kaynar) αναφέρει ότι «Ο Τρικούπης ήταν από τους εξυπνότερους Έλληνες αξιωματικούς, δεν δίστασε να τουφεκίσει Έλληνες στρατιώτες που βίασαν Τουρκάλες, ήταν όμως άτυχος.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ παράδοσης και αιχμαλωσίας, τη νύκτα 2/3 Σεπ. 1922 περί ώρα 22:00 Σάββατο προς Κυριακή, ο Τρικούπης παραδόθηκε στον Halid Akmansü (1884 - 1953) στο όρος Elma dağ, όπου αντιληφθείς ότι κυκλώθηκε ύψωσε λευκή σημαία, η πλησιέστερη τουρκική μονάδα ήταν μια ίλη ιππικού 2 χιλιόμετρα μακριά, στην όποια παρουσιάστηκε ο Έλληνας αξιωματικός με τη λευκή σημαία. Ο συνταγματάρχης Halid τον οδήγησε στο διοικητή ταξίαρχο Alı Rıza, η παράδοση έγινε στο χωριό Göğem, στους πρόποδες του Εlma dağ…»
Ο Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας Hıfzı Topuz, που το 1952 συμμετείχε στην τούρκικη αποστολή στην Αθήνα για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γνωρίστηκε με τον απόστρατο στρατηγό Τρικούπη, ο οποίος εν τω μεταξύ πρωτοστατούσε στην προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών, και του πήρε συνέντευξη.
Στη συνέντευξη ο Τρικούπης ανέφερε ότι παραδόθηκε στο συνταγματάρχη Halid Akmansü, στη συνέχεια οδηγήθηκε στο διοικητή του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ Ινονού και στις 4 Σεπτεμβρίου στο στρατηγείο τού Κεμάλ στο Ουσάκ. Ο Τρικούπης, περιγράφοντας τη σύλληψή του στον Τούρκο δημοσιογράφο, αναφέρει ότι έγινε ενώ αυτός και ο υπασπιστής του πολεμούσαν. Τέτοια λεπτομέρεια δεν αναφέρεται στην επίσημη ιστορία του Γενικού Επιτελείου, αλλά ούτε και στις τουρκικές πηγές.

Το επίσημο περιοδικό του τουρκικού Γενικού Επιτελείου «Ένοπλες Δυνάμεις» («Silahlı Kuvvetleri») στο τεύχος του Οκτωβρίου 2010 αφιερώνει άρθρο στη συνάντηση Τρικούπη - Κεμάλ, η οποία έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου, σε οικία πλούσιας οικογενείας στο Ουσάκ, η οποία είχε βαφεί με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του Έλληνα αρχιστρατήγου. Σήμερα η οικία αυτή χρησιμοποιείται ως Μουσείο Εθνογραφικό και του Ατατούρκ (Uşak Atatürk ve Etnoğrafya Müzesi) και διατηρεί τα ίδια χρώματα (μπλε και άσπρο). Στο άρθρο επιχειρείται:
- Να υποτιμηθεί η ελληνική στρατιωτική διοίκηση με την απολογία του Τρικούπη, ο οποίος ρίχνει όλο το βάρος της κακής διεύθυνσης του αμυντικού αγώνα στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ στο επιτελείο της Στρατιάς, παραβλέποντας τα δικά του τακτικά λάθη και ιδιαίτερα της μη ανάπτυξης πρωτοβουλίας για αποφυγή από την ομάδα του της παγίδας τού Αλί Βεράν και την αποτροπή της αιχμαλωσίας, πράγμα το οποίο έπραξαν άλλοι αξιωματικοί (Γαρδίκας - Τσολάκογλου).
- Να τονισθεί η άριστη συμπεριφορά τού Κεμάλ προς τους αιχμαλώτους και επιπλέον η ενημέρωση των οικείων τους μέσω της Ερυθράς Ημισελήνου (Hilal-i Ahber).
- Να επισημανθεί η ολική κατάρρευση του δυνατού και παντοδύναμου μέχρι πρότινος Ελληνικού Στρατού, ο οποίος πολεμούσε επί δέκα και πλέον έτη (από το 1912), είχε διπλασιάσει την ελληνική επικράτεια και πορεύτηκε μέσω της Αλμυρής Ερήμου μέχρι ανατολικά του Σαγγαρίου. Προς επίρρωση των αναφερομένων παραδόθηκε από τον Κεμάλ στο στρατηγό Τρικούπη το τηλεγράφημα της ελληνικής κυβέρνησης, με το οποίο ο αιχμάλωτος στρατηγός είχε διοριστεί, χωρίς να το γνωρίζει, την προηγουμένη αρχιστράτηγος σε αντικατάσταση του Χατζανέστη.

Συμπεράσματα

Μελετώντας σήμερα, αντικειμενικά και από διάφορες πηγές, τα στρατιωτικοπολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης, καταλήγει κανείς στα παρακάτω συμπεράσματα:
- H απόκρουση της τουρκικής επίθεσης και η αποφυγή κατάρρευσης του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ, πιθανόν να οδηγούσε σε διαπραγματεύσεις και να διατηρείτο το ελληνικό στοιχείο στις πατρογονικές εστίες.
- Η μη σοβαρή προετοιμασία της άμυνας (οργάνωση - σχεδίαση - εκτέλεση), με τις υπάρχουσες δυνατότητες, δείχνει ότι η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας δεν είχε ξεκάθαρη στρατηγική αλλά οδηγείτο από τις εξελίξεις και περίμενε τον «από μηχανής θεό».
- Η χρήση στρατιωτικών γεγονότων, πολλές φορές παραποιημένων, στην κρατική προπαγάνδα, στην ιστορική βιβλιογραφία και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας των δύο κρατών δε βοηθάει στην προσέγγιση των δύο λαών και για τούτο απαιτείται η αναθεώρηση πολλών «μύθων».
- Όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν, οι νεκροί του πεδίου της μάχης πρέπει να τιμούνται όχι μόνο στις νίκες αλλά και στις ήττες και νομίζουμε ότι οι αρμόδιοι πρέπει να ξεκινήσουν τις διαδικασίες ανέγερσης μνημείου πεσόντων στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας και πιο κατάλληλη περιοχή δεν είναι άλλη από το Αλί Βεράν. Τούτο δε το μνημείο να αποτελέσει στο μέλλον σημείο επίσκεψης των κατά κύματα Νεοελλήνων επισκεπτών των παζαριών και των χώρων αναψυχής της γειτονικής χώρας. Διότι δεν κινδυνεύουμε μόνο ως έθνος να υποστούμε αλλοτρίωση από την οικονομική δυσπραγία, αλλά κυρίως από τη μη γνώση της Ιστορίας μας.

* Ο Στρατής Χαραλάμπους είναι αντιστράτηγος εν αποστρατεία, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Παραρτήματος Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού Λέσβου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey