Στο μοναστήρι του γέροντα Παΐσιου (μέρος δεύτερο)

01/07/2012 - 05:56
… Ένα σιγανό σπρώξιμο από δίπλα με επανέφερε στην πραγματικότητα.
- Εδώ θα κατεβείτε… είπε.
Έδειξε μετά τον ουρανό και προσέθεσε.
- Μαζεύονται σύννεφα. Προσέχετε.
… Ένα σιγανό σπρώξιμο από δίπλα με επανέφερε στην πραγματικότητα.
- Εδώ θα κατεβείτε… είπε.
Έδειξε μετά τον ουρανό και προσέθεσε.
- Μαζεύονται σύννεφα. Προσέχετε.
Ευχαρίστησα χωρίς να καταλάβω την προειδοποίηση, και κατέβηκα.
Κατάλαβα όμως, μόλις βρέθηκα στην εύφορη αυτή γη της Χαλκιδικής, πιο πέρα από τα Βασιλικά, δίπλα στο χωριό Σουρωτή.
Μαύρα, βαριά μες του καλοκαιριού την κάψα τα σύννεφα, τρέχανε να πετάξουν χιλιάδες τόνους το νερό από τα σπλάχνα τους. Κονταροχτυπιούνταν, αστράφτανε και βροντούσαν ποιο θα ξεχωρίσει σαν του Δία τ’ αστροπελέκι, και προτού περπατήξω λίγα μέτρα είδα να με καλούν από τη μια χέρια από τα έγκατα της γης θαρρείς βγαλμένα, κι από την άλλη να με περγελούν της φύσης τα στοιχειά για την ανυπαρξία μου. Σαν τον κυνηγάρη σκύλο που χάνει τον αφέντη του, βρέθηκα φοβισμένος για πρώτη φορά σε τούτο τον τόπο, κι όλο ανηφόριζα. Αναπάντεχα, χοντρές σταγόνες πέσανε, και μια φριχτή τροπική καταιγίδα ξέσπασε.
Σαν τότε που βρέθηκα στα σμαραγδένια νερά της Καραϊβικής κι αναποδογύρισε το μικρό σκάφος που επιβαίναμε κι ο αγέρας μας ξέβρασε σ’ ένα τροπικό μεξικάνικο νησάκι, το Isla Contoy.
Είναι από τις φορές που δεν ξέρεις τι να κάνεις, δεν έχεις όπλο να αμυνθείς, καταφύγιο να κρυφτείς ή σύντροφο να ακουμπήσεις. Παραδίνεσαι αμαχητί, κι ελπίζεις μοναχά στις υπερφυσικές, από τη μάνα φύση κρυμμένες πίσω από το μεδούλι εφεδρείες, και λες πεισματικά: «πρέπει να αντέξω».
Οδοιπόρος στην αγκαθερή στράτα, ανηφόριζα και σουρώνανε απ’ όξω τα νερά της βροχής κι από μέσα χοντρές οι σταγόνες του ιδρώτα.
Μια ανθρώπινη μηχανή να βράζει.
Κοίταξα προς τα πάνω, κι εκεί, στην κορφή, κρατήρας ηφαιστείου φάνηκε εν ενεργεία, μα δεν ήτανε, και με μιας, χάθηκε. Μια παράξενη έλξη μ’ έσερνε προς τα κει.
Δεν ξεκαθάρισα· θεϊκιά λάμψη, οπτασία, κούραση, για, ελπίδα· τι απ’ όλα ήτανε. Κι ο βηματισμός μου τάχυνε.
Η βροχή έπεφτε πάντα με την ίδια ένταση, τα αυλάκια στις άκρες του δρόμου γιγαντώνανε, και άλλα αυλάκια χαράζανε την ψυχή μου σκεφτόμενος τα μαρτύρια των ανθρώπων.
Τα βήματά μου στη γλιστερή άσφαλτο όλο και με φέρνανε στο στόχο μου.



Ένας κεραυνός μου θύμισε πως δεν έπρεπε να πηγαίνω κοντά στα κυπαρίσσια στο δεξί φρύδι του δρόμου, ενώ ένα μικρό μονοπάτι με σκαλιά πέτρινα που το ακολούθησα παράτολμα, με έβγαλε σε μια μεγάλη αρχοντική πόρτα που άνοιξε και μια αγγελική πράγματι, πρόσχαρη καλόγρια, η αδελφή Μαρίνα, με υποδέχτηκε απορημένη και λυπημένη που είχα αυτά τα χάλια.
- Έπρεπε να στείλουμε αυτοκίνητο να σας πάρουμε, είπε και δαγκώθηκε.
Μια μικρή λίμνη βρόχινο νερό σχηματίστηκε γύρω μου, και μετά η καλή αυτή Σαμαρείτιδα κατά κάποιον μαγικό τρόπο μου έφερε πετσέτες να σκουπιστώ και ρούχα ανδρικά να αλλάξω.
- Συχνά έχουμε αυτό το πρόβλημα, και μας έδωσαν πολλά ρούχα οι φίλοι του ησυχαστηρίου για τέτοιες περιπτώσεις. Μου είπε απολογούμενη θαρρείς.
Η βροχή σταμάτησε, ο ουρανός ξανάγινε καλοκαιριάτικος, και δίπλα, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Αρσένιου σε έναν όμορφα και απλά διαμορφωμένο χώρο, ακτινοβολούσε στην ταπεινότητά του ο τάφος του γέροντα Παΐσιου.
Του Αγιορείτη καλόγερου, που τον θάνατο τον έβλεπε σαν δώρο Θεού. «Τι να φοβηθώ; Ένας ύπνος εξιλέωσης είναι. Εκεί στην άλλη όχθη περιμένει ο Άγιος και νουνός μου, να με πάρει από το χέρι και να με μπάσει στον κόρφο της Παναγιάς. Ανυπομονώ για τούτη τη λύτρωση.»
Την κάθε λύτρωση.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey