Ανθεκτικός, σαν το βράχο

01/07/2012 - 05:56
Ανθεκτικός, άχρωμος, ανέκφραστος κι ακίνητος έστεκε σαν το βράχο με όλα τα κύματα να σκάζουν απάνω του, στη μέση ετούτης της ανθρωποθάλασσας. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και τα μεγάφωνα σιγανά στην αρχή κι όλο να δυναμώνουν αφήνανε τους ήχους μιας απαλής μουσικής να έρχονται χαϊδευτικά ως τ’ αυτιά μας.
Το βράχο κι αν τον δέρν’ η θάλασσα,
πάντα θα μένει βράχος.

Ανθεκτικός, άχρωμος, ανέκφραστος κι ακίνητος έστεκε σαν το βράχο με όλα τα κύματα να σκάζουν απάνω του, στη μέση ετούτης της ανθρωποθάλασσας.
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και τα μεγάφωνα σιγανά στην αρχή κι όλο να δυναμώνουν αφήνανε τους ήχους μιας απαλής μουσικής να έρχονται χαϊδευτικά ως τ’ αυτιά μας. Αμέσως μετά, το πρώτο γαργάλημα των νεύρων γλυκόλαλα κι ευγενικά ήρθε να μας θυμίζει πως βρισκόμασταν στο λιμάνι του Πειραιά.
Βιαστικοί οι πιο πολλοί ρίχνανε λίγο νερό στο πρόσωπο, άλλοι πλένανε δόντια, πού και πού κανένας απαιτητικός έκανε ένα γρήγορο ολόσωμο ξέπλυμα, ενώ η κυρά Παναγιώτα σαν τη γάτα σκούπιζε λήμες από τα μάτια και σαλάκια από τα χείλη της με τα βρεγμένα δάχτυλα της. Κι όλοι, με την τσάντα, τη βαλίτσα ή τα δέματα παραμάσκαλα ή να τα σέρνουν, άλλοι να τεντώνονται κι άλλοι να χασμουριούνται, μα όλοι, μπαίνανε στο διάδρομο με την κόκκινη μοκέτα για να φτάσουν εκεί στην ευρύχωρη σάλα, στο χώρο υποδοχής του σύγχρονου πλοίου.
Λιγοστά τα αστέρια και πολλά τα φώτα μπροστά μας, υγρασία και κρύο στο κατάστρωμα κι όλα δείχνανε πως ήθελε πολλή ώρα ακόμα για να φέξει. Θα ‘ταν λίγο μετά τις πέντε. Βιαστικοί σαν αργοναύτες οι επιβάτες προχωρούσαν προς τη σκάλα έτοιμοι να εκπορθήσουν το κάστρο και να βγούνε από τους πρώτους. Να προλάβουν να πιούνε τον καφέ τους, να κοιμηθούν καμμιά ώρα, και να πάνε στη δουλειά τους.
Κι ως έπεσε η μεγάλη μπουκαπόρτα στην προβλήτα, αρχίσανε όλοι αυτοί οι «πολιτισμένοι» γηγενείς να σπρώχνονται, να παραγκωνίσει ο ένας τον άλλον, να προπορεύεται ο πιο δυνατός κι ογκώδης με τους δυο μπόγους, να διαμαρτύρεται η γριούλα κι ο αδύναμος, μα τελικά όλοι, σαν την καυτή λάβα, μυθικό τέρας που βρυχάται, σέρνεται και λειώνει τα πάντα, προχωρούσανε.
Μοναχά τούτο το παλληκάρι το αψηλό κι όμορφο με τα γυαλιά τα μαύρα σαν ακυβέρνητο πλεούμενο έστεκε και δε μετακινούσε. Μόνο που στη δίνη την άξαφνη και το βουητό, γυρνούσε μια δεξιά, μια ζερβά, πότε μπρος και πότε πίσω.

Είχε στο λαιμό του κρεμασμένη μια χακί τσάντα. Είχε και μια μαύρη με κομπιούτερ μέσα. Κι όλο στροβίλιζε ο παράξενος ετούτος άντρας χωρίς να γελά ούτε να κλαίει, χωρίς να βιάζεται μηδέ και να μπορεί να αντιδράσει.
Τον σπρώχνανε, μεταπατούσε, γυρνούσε πότε από τη μια και πότε από την άλλη, κοιτούσε και την οροφή από πάνω, μα έστεκε ακούνητος στη μέση της λάβας που ‘χε γίνει χείμαρρος ορμητικός πια τώρα.
Είχε όμως κι ένα άλλο σπουδαίο εξάρτημα μαζί του, που όμως δυσκολευόταν κι αυτό να το χρησιμοποιήσει.
Ήταν ένα άσπρο λεπτό μπαστούνι. Το διακριτικό του.
Κι όλοι περνούσανε, τον σπρώχνανε, μερικοί βαρυγκωμούσαν εις βάρος του, μπορεί και να τον έβριζαν που δεν… έβλεπε να περπατήσει.
Περάσανε εκατοντάδες συνάνθρωποι ξυστά από δίπλα του. Ασυγκίνητοι. Σα να ‘ταν ένα σκουπίδι.
Και το μεγαλείο της αυγής ετούτης ήταν πως κι οι ναυτικοί, απλοί ναύτες και βαθμοφόροι, που πληρώνονται να εξυπηρετούν τους επιβάτες, κανένας τους δε νοιάστηκε.
Μπορεί λέω, ο αφελής, να μην το προέβλεπε κανένας του καραβιού νόμος. Μπορεί. Χωρίς να σκέφτονται οι εφοπλιστάδες πως κι οι τυφλοί, άνθρωποι είναι. Με τις ίδιες ανάγκες κι ίσα δικαιώματα και πιο μεγάλα.
Μην πούμε τώρα, γιατί θα γελάσουμε, τι κάνεις εσύ πολιτεία;
Περιμένεις να ‘ρθούνε κι αυτοί σύσσωμοι κι οργανωμένοι ένα πρωινό να γιομίσουν τα έδρανα και τότε να φωνάζεις έντρομη πως κινδυνεύει η Ελλάδα;
Δεν μπορούν μα και δε θέλουν να κάνουν εξέγερση κι απεργία πείνας, ούτε κατάληψη της Νομικής.
Έχουν αξιοπρέπεια κι αντοχές ακόμα. Που όμως δεν τρυπάνε το γλιστερό από το λίπος περίβλημα μηδέ τη σάπια καρδιά της κοινωνίας.
Ως πότε, άνθρωπέ μου;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey