Μεγάλη Παρασκευή του 2015 στο Σφηνάρι

14/04/2017 - 16:15 Ενημερώθηκε 27/04/2017 - 16:31

Βουρκωμένος ο ουρανός, μουντός, πάσκιζε να γιατρέψει τα τραύματα της πληγωμένης γης, όλο χαραματιές, πέτρες και λασπόνερα καμωμένη, με τα νερά να κατρακυλούνε σε ρυάκια και χειμάρρους, μετά τις απανωτές καταιγίδες που την μαστιγώνανε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Τα βίωνα όλα τούτα και πετιόντουσαν ομπρός μου τα λόγια της μάνας μου.

- Παιδάκι μου, ο Θεός πονάει για τα μαρτύρια του Υιού Του. Κι η βροχή που βλέπεις, δεν είναι βροχή. Τα δάκρια της Θεομήτορος είναι.

- Γιατί τον σταυρώσανε οι κακοί άνθρωποι μανούλα, ρώταγα βουρκωμένος.

- Θεού θέλημα. Για να μας σώσει από τις αμαρτίες.

Μα τούτη την ώρα, κόντευε εννιά το βράδυ, ως ήμουνα διπλωμένος στο ακρινό στασίδι, σκεφτόμουνα ακόμα πως, εφέτος, τα δάκρια της Παναγίας ήντουσαν πιο πολλά. Δεν αποκοτούσαμε να ξεμυτίσουμε απ’ τα σπίτια μας.

- Φαίνεται, βλέπει η Παναγιά τα χάλια μας στον κόσμο ολάκερο και δεν κλαίει μόναχα για το Γιο Της μα και για μας τα μυριέγγονά της, που όλο και πιο πολύ πηγαίνουμε στο λάθος δρόμο, συλλογιζόμουν.

Κι οι Χριστιανοί, παρηγοριά βρίσκουνε στις εκκλησιές. Ξέχωρα τούτες τις Άγιες μέρες,

Και να. Μεγάλη Παρασκευή απόψε, στο κρεμασμένο ανάμεσα βουνά ουρανό και θάλασσα, μικρό μας χωριουδάκι, το Σφηναράκι, μια χούφτα αθρώποι όλοι κι όλοι που ζούμε χωμένοι στην αγκαλιά της φύσης και κάτω απ’ το βλέμμα του Θεού, γιομίζαμε την εκκλησιά μας.

Ήρθανε οι επιτρόποι, η ψάλτισσα, γερόντισσες, μικρομέγαλα βλαστάρια και γερόντοι, γιομίσανε στασίδια και καρέκλες, ακουμπήσανε τις πονεμένες πλάτες, βάλανε τα κουρασμένα χέρια στα γόνατά και σιωπηλοί περιμέναμε τον παπά Νικολή να έρθει για να ψάλουμε όλοι μαζί και να θρηνήσουμε για τον Εσταυρωμένο, που κείτονταν στον ανθοστόλιστο και μυρωδάτο Επιτάφιο..

Τους έβλεπα, φχαριστούσα το Χριστό που είμαι ζωντανός κι ως το μυαλό μου εταξίδευε προς το Γολγοθά, μια ανασαμιά χάδεψε το ζερβί μου μάγουλο και μια πρόσχαρη αντρίκια φωνή τάραξε τους λογισμούς μου, την ώρα που έμπαινε ο κοντά αιωνόβιος Θοδωρολευτέρης ο Μελάς.

- Κατέεις πως ετούτοσα που μπαίνει εδά, με άλλους δυο επροκώσανε το λάλη μου το Τζωρτζοβάσιλα;

Βγήκα απ’ τις σκέψεις μου, σίμωσα το αυτί μου που η φωνή του ίσα που ακουγότανε και τον γκάρδιωσα.

- Πες μου.

- Τότε σου, μα θάτανε δεκαετία του πενήντα, κοπελάκι εγώ μα τα θυμούμαι γερά - γερά, είχαμε και χωροφυλάκους στο χωριό μας. Και βλεπέδες. Δυο. Ο ένας έδωσε αγροζημία στο λάλη μου το Τζωρτζοβάσιλα, να πληρώσει δεν ξέρω πόσα, μα αυτός, το κακορίκο, δεν είχε τα, κι οι χωροφυλάκοι θα τον βάνανε στο κρατητήριο. Μα αυτός τσακάαλι, δεν εστέκουνταν.

- Και;

- Μια μέρα, τρία κουζουλοκόπελα, ο Μελάς που βλέπεις, ο συχωρεμένος Καφετζομάνωλας κι ο Μιχάλης ο Τραγουδιστής, εκάθουντουν παρέα μαζί του. Αυτός, ο λάλης μου ο Τζωρτζοβάσιλας, που ήντονε και μια ουλιά αγαθιάρης, εφόρα μια μανδύα για το κρύο. Ξέρεις σα παλτό, με φαρδιά μανίκια, ποιος ξέρει πού την είχε εύρει, μα ας είναι.

- Φτωχός άθρωπος ε;

- Ούλοι φτωχοί ήντουσαν έπαέ τότε σου. Που λες, εκάθουνταν σε ένα χοντρό κορμό από κομμένο δέντρο κι εκουβέντιαζαν. Κοιταχτήκανε οι τρεις, πώς διάολο εστήσανε το σχέδιο, πήγε ο Τραγουδιστής κι έφερε πρόκες. Κι έτσι που είχε ο Τζωρτζοβασίλης στα πλάγια τα χέρια του, ο ένας του εμίλει κι οι άλλοι δυο διπλώσανε τα μανίκια στις άκρες και επροκώσανέ τα στο ξύλο με δυο-τρεις πρόκες. Υστερνά ο ένας επρόκωσε τη μανδύα μαζί κι ένα τσουβάλι που είχε για πανταλόνι στα οπίσθια πάνω στο βαρύ κορμό. Ύστερις, εσηκωθήκανε τα κοπέλια, του είπανε πως εβιαζόντουσαν να πάνε στα οζά και φύγανε. Έκανε να σηκωθεί κι ο κακορίκος ο Τζωρτζοβάσιλας ο λάλης μου, μα πού να σηκωθεί που ήντονε προκωμένος. Βρε από δω, βρε από κει, χοντρή η μανδύα δεν εσκίζουνταν, άρχισε να βρίζει και να φωνάζει τα κοπέλια να γαήρουν, μα αυτά είχανε κρυφτεί κι εκάμανε χάζι.

- Και ποιος τον ελευθέρωσε, ρώτησα.

- Ο χωροφύλακας που κείνη την ώρα, μισομέθυστος, έβγαινε απ’ τσι Μπαλαδοστυλιανής τον καφενέ.

- Και τον συλλάβανε;

- Όϊ. Τον ελυπήθηκε, και μόναχα που τον εξεπρόκωσε να λευτερωθεί. Τι να τον κάνει στο κρατητήριο; Σάματις μπορούσε να φύγει; Δεν εμπόρει.

Με πήραν τα γέλια, για την απλότητα του κόσμου τις δύσκολες μα όμορφες εκείνες εποχές, αλλά σοβάρεψα μπρος τον παπά Νικολή, που έμπαινε βιαστικός να ψάλει τον Επιτάφιο.

 

Γιώργος Καμβυσέλλης

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey