Ο καταξιωμένος συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος παρουσιάζει στη Μυτιλήνη, το νέο του βιβλίο και μιλά αποκλειστικά στο «Ε»

«Για ό,τι περνάμε σήμερα, φταίμε οι ίδιοι εμείς και άλλος κανείς»

24/03/2016 - 23:48

Πάνε πάνω από δέκα χρόνια όταν με τον Αλέξη Πανσέληνο είχα κάνει συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Τέσσερις ελληνικοί φόνοι». Η πολύ ωραία αυτή κουβέντα δημοσιεύτηκε στο «Ε» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Πρόσωπα».

Πάνε πάνω από δέκα χρόνια όταν με τον Αλέξη Πανσέληνο είχα κάνει συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Τέσσερις ελληνικοί φόνοι». Η πολύ ωραία αυτή κουβέντα δημοσιεύτηκε στο «Ε» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Πρόσωπα». Στο τηλέφωνο όμως μιλήσαμε αρκετές φορές, με διάφορες αφορμές. Η πρώτη του ερώτηση σταθερή: «Τι κάνει η ωραία Μυτιλήνη;».

Όταν του τηλεφώνησα προχθές για την παρούσα συνέντευξη, χαρούμενος μου είπε: «Ετοιμαζόμαστε για απόβαση στο νησί».

Η παρουσίαση του νέου του, υπέροχου μυθιστορήματος με τον τίτλο «Η κρυφή πόρτα» (το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Χρόνη Μπότσογλου), που θα γίνει την Πέμπτη 31 Μαρτίου, στις 8 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο «Βook & Art», στάθηκε η αφορμή για μια ακόμη ουσιαστική συζήτηση με έναν από τους σπουδαιότερους πεζογράφους της γενιάς του.

Ευγενέστατος, απάντησε με τη βαθιά στοχαστικότητα που τον διακρίνει, στις ερωτήσεις, εκφράζοντας την αγωνία του για το παρόν και το μέλλον μιας χώρας και μιας κοινωνίας που έχουν χάσει τα ζύγια τους.

Πώς αισθάνεστε που σε λίγες μέρες θα βρεθείτε στη Μυτιλήνη, την πόλη που τόσο ανεξίτηλα αποτύπωσε ο πατέρας σας στο εμβληματικό «Τότε που ζούσαμε», για να παρουσιάσετε το νέο σας βιβλίο;

«Έχω να επισκεφτώ το νησί πάρα πολλά χρόνια. Τούτη τη φορά έρχομαι έπειτα από μια εξαιρετικά τιμητική πρόσκληση του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού “Ασημάκης Πανσέληνος” του Πανεπιστημίου Αιγαίου και είναι η πρώτη φορά που με καλεί στο νησί οποιοσδήποτε! Διπλή λοιπόν η χαρά, πρώτ’ απ’ όλα γιατί τη Λέσβο και την πόλη της Μυτιλήνης, τις αισθάνομαι σαν πατρίδα μου, και οι αναμνήσεις από τις διαμονές και τις επισκέψεις μου εδώ, έχουν αφήσει ανεξίτηλες αναμνήσεις -μεγάλο μέρος από τις οποίες είναι παιδικές. Και δεύτερον γιατί θα παρουσιάσω το νέο μου βιβλίο, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα».

Από το 1982 που πήρατε στα χέρια σας το πρώτο σας βιβλίο έως πρόσφατα που τυπώθηκε η «Κρυφή πόρτα», ποια είναι τα συναισθήματά σας και ποιες οι σκέψεις σας μόλις πρωτοδείτε τυπωμένο ένα βιβλίο σας;

«Τα συναισθήματα είναι φυσικά μεγάλη χαρά και καμάρι. Οι σκέψεις πολλές και διάφορες. Συχνά είναι ανακούφιση, άλλοτε αγωνία μεγάλη για την πορεία του και την υποδοχή που θα έχει. Πάντοτε όμως, υπάρχει και ένα αίσθημα αυτοκριτικής, για το βαθμό στον οποίο αισθάνομαι πως το αποτέλεσμα υστερεί σε σχέση με τη σύλληψη και την στόχευση του βιβλίου».

Κοιτάζοντας κάπως σφαιρικά το πεζογραφικό έργο σας, έχω την εντύπωση ότι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κυρίως η ζωή στην Αθήνα, σε σχέση με τις περασμένες ιστορικές περιόδους, και η ανοιχτή πλοκή του μυθιστορήματος σε σχέση με τη σφιχτή φόρμα του διηγήματος, είναι οι προτιμήσεις σας. Κάνω λάθος;

«Τα βιβλία μου αρδεύονται -αν μπορώ να το πω έτσι- από το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκα και στο οποίο μεγάλωσα και έζησα όλα αυτά τα χρόνια. Έχω δει την Αθήνα να μεταβάλλεται βαθμιαία -όχι πάντα προς το καλύτερο- αλλά η σχέση που έχει κανείς με τον τόπο της καταγωγής του, δεν είναι ένα παιχνίδι κεραυνοβόλου έρωτα. Περισσότερο μοιάζει με το γάμο, στη διάρκεια του οποίου μαθαίνεις να αγαπάς τον σύντροφό σου παρ’ ότι γερνά και ασχημαίνει. Εσύ εξακολουθείς να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά που σε γοήτεψαν την εποχή της πρώτης γνωριμίας σας.

Η Αθήνα σε μεγάλο βαθμό, καθρεφτίζει την πορεία της Ελλάδας στο διάστημα των δεκαετιών που τη ζω. Γιγαντώθηκε αφύσικα, αταίριαστα, έχασε την παλιά της γλύκα, έκανε ρυτίδες, έχασε την αθωότητά της. Και μαζί της όλοι μας. Και όλη η Ελλάδα».

Ελπίδα οι νεότερες γενιές…

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ γράφει σε μια κριτική του: «Ο Πανσέληνος είναι από τους πρώτους συγγραφείς που έκριναν αυστηρά το χαρακτήρα της σύγχρονης Ελλάδας, παρατηρώντας όχι απλώς επιμέρους καταστάσεις της κοινωνίας, αλλά την ίδια τη δυναμική της διαδρομής της στο χρόνο». Ποιες παθογένειες μάς οδήγησαν στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση και ποιες διεξόδους βλέπετε;

«Αυτή η ιστορία των παθογενειών, πάει πολύ πίσω. Ουσιαστικά πάει στην ίδια την εποχή της Ανεξαρτησίας, πριν τα μέσα ακόμα του 19ου αιώνα. Ένα κράτος το οποίο συναρμολογήθηκε από περιοχές ανόμοιες και ετερόκλητες, από τα απομεινάρια της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, που παρήκμαζε και στήθηκε στα πόδια του με δανεικές δυνάμεις, ξενόφερτη εξουσία και ξένα χρήματα. Χρωστάμε από τότε. Και διαρκώς δανειζόμαστε και διαρκώς πτωχεύουμε.

Ο σπόρος του Εμφυλίου είναι ριζωμένος βαθιά μέσα μας. Δεν είχαμε ποτέ το αίσθημα ότι ανήκουμε σε ένα σύνολο είτε ως άτομα, είτε ως τοπικές κοινωνίες. Ο καθένας για τον εαυτό του -αυτό είναι το βαθύτερο πιστεύω μας. Δεν είχαμε ποτέ κοινωνία με συμπαγείς δομές, δεν είχαμε ποτέ οικονομία οργανωμένη πάνω στις ιδιαιτερότητες του τόπου μας, ήμασταν πάντα ένας λαός μεταπρατών και δημιουργήσαμε ένα κράτος δασμοδίαιτο. Αυτά όλα πληρώνουμε για άλλη μια φορά σήμερα.

Για διεξόδους είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε. Η μόνη ελπίδα είναι πως σήμερα (και λέγοντας σήμερα, εννοώ την πενταετία που διανύουμε κάτω από το καθεστώς μιας νέας και χειρότερης πτώχευσης), έχουμε την ευκαιρία να δούμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη και να καταλάβουμε οριστικά πια πως για ό,τι περνάμε, φταίμε οι ίδιοι εμείς και άλλος κανείς.

Η φαυλότητα των πολιτικών που μας κυβέρνησαν, δεν ήταν άλλο από τη φαυλότητα τη δική μας, των πολιτών που για δεκαετίες τώρα ψηφίζουμε με κριτήρια μικροκομματικά, προτάσσοντας προσωπικά μικροσυμφέροντα, προσωπικά ρουσφέτια και κλαδικά συμφέροντα, αγνοώντας ο,τιδήποτε άλλο. Η μόνη ελπίδα είναι οι νεότερες γενιές, αυτές που έχουν οριστικά γυρίσει την πλάτη και στην πολιτική, εννοώντας τα σημερινά πολιτικά κόμματα και το προσωπικό που τα επανδρώνει, και σ’ εμάς, τους παππούδες και τους πατεράδες τους, που τα συντηρήσαμε ίσαμε χθες ακόμα στη ζωή, αντί να απαιτήσουμε τη διάλυσή τους».

 

Στις «Σκοτεινές Επιγραφές», με τρόπο συγκινητικό καταπιάνεστε με το ρόλο που παίζει στη ζωή μας η αγάπη, και στην απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου. Γράφοντας για τέτοια υπαρξιακά θέματα, ο λογοτέχνης ανακουφίζει τον εαυτό του; Είναι δυνατόν να κοινωνήσει στον αναγνώστη τα βαθιά του βιώματα;

«Αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης. Να πάρει το επί μέρους, το ατομικό και να το αναδείξει σε σύμβολο γενικότερο, ώστε το δράμα του ενός να αφορά τους άλλους».

Η Κερκόπορτα…

«Κρυφή πόρτα», ο συμβολικός και υπαινικτικός τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματος. Χρειαζόμαστε όλοι μια τέτοια πόρτα, για να μπει το άγνωστο στη ζωή μας ή είναι προτιμότερη η ασφάλεια της κλειστής και ελεγχόμενης πόρτας;  

«Περισσότερο θα έλεγα πως για όλους υπάρχει μια τέτοια πόρτα, μια Κερκόπορτα μες από την οποία κάποτε προβάλλει το παρελθόν μας, τα λάθη μας, τα εγκλήματα, οι αδικίες μας, και μας επιβάλουν την αναπόφευκτη τιμωρία. Ισχύει το ίδιο για τα άτομα και για τις κοινωνίες. Για την κοινωνία τη δική μας, η Κερκόπορτα φαίνεται ήταν η τρυφηλή δεκαετία του ΄90. Για τον ήρωα του νέου μου βιβλίου, είναι μια κρυφή πόρτα στον τοίχο του σαλονιού του, που συνδέει το διαμέρισμά του με ένα άλλο».

Τα τελευταία χρόνια επανεκδίδονται από το «Μεταίχμιο», παλιά και εξαντλημένα σας βιβλία. Νομίζω ότι εκτός των άλλων, οι επανεκδόσεις αυτές δείχνουν ότι τόσο οι θεματικές συνιστώσες τους όσο και η λογοτεχνική τους επεξεργασία, έχουν ανταπόκριση σε ένα νέο αναγνωστικό κοινό, συνομιλούν με το παρόν. Είναι έτσι;

«Ναι, είναι. Και αυτό είναι μια μεγάλη ικανοποίηση. Να βλέπεις πως ένα βιβλίο γραμμένο το 1985, διαβάζεται σήμερα από γενιές καινούργιες και τις αφορά. Είναι, πιστεύω, η βαθύτερη φιλοδοξία κάθε τεχνίτη να φτιάξει έργα που να αντιστέκονται στο χρόνο και να διαθέτουν χαρακτηριστικά που να τα κάνουν διαχρονικά και όχι απλώς επικαιρικά -της εποχής τους».

Μαθητεία και δημιουργία…

Εάν σας ζητούσα να μου πείτε πέντε συγγραφείς που σας αρέσουν ιδιαίτερα και έναν - δύο που σας επηρέασαν με κάποιο τρόπο, ποια ονόματα σάς έρχονται στο μυαλό;

«Έχω μαθητέψει σε μεγάλους δασκάλους -γιατί τέτοιες ήταν οι αναγνώσεις που με οδήγησαν από πολύ μικρό στο γράψιμο. Από τη μεγάλη κλασική γραμματεία των Αρχαίων ως τη σύγχρονη πεζογραφία -ακόμα και από συγγραφείς νεότερους από μένα στην ηλικία, μαθαίνω διαρκώς. Έτσι πρόχειρα και ανάκατα θα μπορούσα να αναφέρω από τους δικούς μας “Ιλιάδα”, “Οδύσσεια” και Ξενοφώντα, Σολωμό και Καβάφη, Τσίρκα και Κοσμά Πολίτη, Βιζυηνό και Κονδυλάκη, Αλέξανδρο Κοτζιά, Δημήτρη Νόλλα και Θανάση Βαλτινό. Δεν είναι συγγραφείς που θέλησα να μιμηθώ, αλλά είναι μεγάλοι τεχνίτες, που ο καθένας τους, μου έδειξε, γοητεύοντάς με σαν αναγνώστη, τα μυστικά της τέχνης του και με ενθάρρυνε έτσι να αναζητήσω τη δική μου έκφραση».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey