Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης μιλά στο «Ε» με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο

«Οι μνήμες της Μυτιλήνης είναι το θησαυροφυλάκιό μου…»

05/12/2014 - 21:22

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» (Εκδόσεις «Πόλις»), ο Λάκης Παπαστάθης μιλά για τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη διδασκαλία, την παράδοση, το Θεόφιλο, την οικονομική κρίση και φυσικά για την αγαπημένη του Μυτιλήνη, που είναι παρούσα και σ’ αυτό το βιβλίο.

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» (Εκδόσεις «Πόλις»), ο Λάκης Παπαστάθης μιλά για τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη διδασκαλία, την παράδοση, το Θεόφιλο, την οικονομική κρίση και φυσικά για την αγαπημένη του Μυτιλήνη, που είναι παρούσα και σ’ αυτό το βιβλίο.

Ποιος πρωταγωνιστεί στις 50 μικρές ιστορίες του βιβλίου;
«Στις 50 μικρές ιστορίες του βιβλίου πρωταγωνιστεί ένας δάσκαλος που μέσα σε μία τάξη μαθητών προσπαθεί να τους διδάξει τις βασικές αρχές της τέχνης, στήνοντας προκλήσεις που τους ενεργοποιούν και καλώντας τους να παίξουν τους ρόλους και τη δράση που υπάρχουν μέσα σε κάθε ιστορία που ο ίδιος προτείνει.

Η βασική του αρχή είναι “παίξ’ το για να το μάθεις, ζωντάνεψέ το”. Μολονότι ο αναγνώστης σχηματίζει αρχικά την εντύπωση πως τα μαθήματα αφορούν κυρίως στο θέατρο και τον κινηματογράφο, προς το τέλος του βιβλίου συνειδητοποιεί πως όλα μαζί αποτελούν ασκήσεις καλλιέργειας για όλες τις τέχνες».

Γιατί επιλέξατε ένα δάσκαλο και τι εννοείτε γράφοντας, «διδάσκω σημαίνει παίρνω την ευθύνη»;
«Επέλεξα το δάσκαλο γιατί όσο γερνάω, τόσο περισσότερο αγαπώ τους δασκάλους μου. Τους οφείλω ευγνωμοσύνη. Ο δάσκαλος του βιβλίου είναι μία σύνθεση των δασκάλων που κι εγώ είχα στη ζωή μου. Λέει τη φράση “διδάσκω σημαίνει πως παίρνω την ευθύνη” γιατί υπάρχει μία αντίφαση μέσα του. Από τη μία γνωρίζει πως η διδασκαλία της τέχνης είναι κάτι ρευστό που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες κατευθύνσεις τους μαθητές και από την άλλη, έχει τη βεβαιότητα πως για να διδάξεις, πρέπει να πάρεις την ευθύνη της δικής σου μεθόδου διδασκαλίας, γιατί αν συνεχώς αμφιβάλλεις, το μάθημα διαλύεται».

«Ίσως η προϋπόθεση για να θεωρείται κανείς καλός δάσκαλος, να είναι η καλοδεχούμενη πιθανότητα η πατροκτονία», γράφετε σ’ ένα σημείο. Θα ήθελα να το κάνετε πιο κατανοητό.
«Ένα παράδειγμα είναι αρκετό. Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξαν μαθητές και βοηθοί του Φώτη Κόντογλου. Τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, αλλά όταν ήρθε η ώρα να δημιουργήσουν το δικό τους έργο, συνετελέσθη συμβολική πατροκτονία. Οι διδαχές και η ζωγραφική του αυστηρού δασκάλου -παρά την καλλιέργεια που τους προσέφεραν- δεν είχαν καμμιά σχέση με τα έργα των μαθητών του. Ο καθένας ακολούθησε το δρόμο του. Δε γνωρίζω εάν ο Κόντογλου ήταν ευχαριστημένος απ’ αυτό, αλλά πιστεύω πως η συμβολική πατροκτονία του δασκάλου από τους μαθητές του είναι και η δόξα του. Αλλιώς είναι ακατάλληλος για δάσκαλος».

Και με σκηνοθετικές οδηγίες

Η πολύ πρωτότυπη επιλογή σας κάθε ιστορία να συνοδεύεται με σκηνοθετικές οδηγίες, πώς προέκυψε;
«Ήθελα τις μικρές ιστορίες να τις δω να ζωντανεύουν. Όπως σε πρόβες για μία ταινία που έγραψα το σενάριο εγώ. Σα να προετοίμαζα τους ηθοποιούς για το γύρισμα. Περίμενα απ’ αυτούς να κάνουν με το παίξιμό τους πλουσιότερο το κείμενό μου».

Φαίνεται να σας απασχολεί ιδιαίτερα το ερώτημα εάν διδάσκεται η τέχνη.
«Η τέχνη καλλιεργείται, δε διδάσκεται. Πρέπει ο καλλιτέχνης να βρει το δρόμο του μόνος του. Χρήσιμοι και απαραίτητοι είναι οι δάσκαλοι γιατί τον προετοιμάζουν με αρχές και αξίες, με ενημέρωση και το ήθος της δουλειάς. Χωρίς καλούς δασκάλους, ο καλλιτέχνης θα δυσκολευτεί και ίσως χάσει για πάντα το δρόμο του. Η καλή διδασκαλία είναι σαν προπόνηση που αποσκοπεί στην εσωτερική διαμόρφωση του μαθητή, στην ανάπτυξη της ευαισθησίας και την οξύτητα του βλέμματός του. Νιώθω την αίθουσα διδασκαλίας του βιβλίου μου σαν ένα χώρο όπου συντελείται, με ιερότητα και χιούμορ, το πανηγύρι της πνευματικής καλλιέργειας.
Τα αξέχαστα χρόνια της Μυτιλήνης…»

Και η Μυτιλήνη

Σε μια ακόμη δουλειά σας παρούσα είναι η Μυτιλήνη, τα μαθητικά και εφηβικά σας χρόνια, ο Παλλεσβιακός, η Επάνω Σκάλα κ.ά.. Τελικά φαίνεται ότι το νησί μας σας έχει σημαδέψει και αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.
«Δεν είναι φυσικό; Όταν έζησα εκεί τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά χρόνια; Αυτές οι μνήμες είναι το θησαυροφυλάκιο του καλλιτέχνη. Και τότε η Μυτιλήνη -τέλη τού ’50, αρχές τού ’60- κρατούσε πιο έντονα τις ιστορικές μνήμες της, που διασταυρώνονταν με την καθημερινή ζωή της πόλης αβίαστα, σα σε ομαλή συνέχεια. Το παλιό άφηνε στο καινούργιο τα χνάρια του μέσα από τη γλώσσα, μέσα από τα κτήρια διαφορετικών εποχών, μέσα από τα μνημεία, μέσα από τις συμπεριφορές και το χιούμορ των Μυτιληνιών. Σα να υψωνόταν ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα και να σκέπαζε την πόλη. Πολλά κείμενα του βιβλίου μου σχετίζονται με τη Μυτιλήνη. Υπάρχει η προκυμαία, ο Ταρλάς, η Επάνω Σκάλα, οι συμμαθητές μου στην τάξη του 2ου Γυμνασίου Αρρένων, οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των θιάσων και τόσα άλλα, βαθιά κρυμμένα, απαραίτητα όμως για να μπορέσω να συνθέσω τις ιστορίες μου».

Ποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα πρέπει να έχει για σας η καλή λογοτεχνία;
«Αν θελήσει κανείς να κωδικοποιήσει τα γνωρίσματα της καλής λογοτεχνίας, ίσως διαψευσθεί τραγικά, γιατί οι ανατροπές των βεβαιοτήτων μας είναι ο πραγματικός κανόνας της σύγχρονης λογοτεχνίας. Γνωρίζουμε βέβαια πως δεν είναι καλή λογοτεχνία η μεγαλοστομία, η φλυαρία, η άγνοια της γλώσσας, η κολακεία του αναγνώστη, ο ηθικισμός, οι προπαγανδιστικές σκοπιμότητες κ.λπ..

Αν μπορεί κανείς να πει με δύο λόγια τι είναι καλή λογοτεχνία, θα έλεγα πως είναι τα κείμενα που ενεργοποιούν τον αναγνώστη, που έχουν απαιτήσεις ουσιώδους συμμετοχής απ’ αυτόν και που το νόημά τους υπάρχει κάτω και πίσω από τις λέξεις, μέσα στον ήχο τους και το ρυθμό τους, πέρα από τη δράση και τα πρόσωπα. Τέλος, η καλή λογοτεχνία υπάρχει μέσα σε κάτι απροσδιόριστο, που δεν είναι φανερό, αλλά ο καλός αναγνώστης το αισθάνεται».

Διήγημα και μυθιστόρημα

Γιατί επιμένετε στην εξαιρετικά απαιτητική φόρμα του διηγήματος και δεν ανοίγεστε και στο μυθιστόρημα;
«Φαίνεται πως η μικρή φόρμα του διηγήματος ταιριάζει στους Έλληνες λογοτέχνες. Λίγα είναι τα καλά μυθιστορήματα, ενώ πάμπολλα τα αριστουργηματικά διηγήματα. Δε γνωρίζω τους λόγους. Κάποτε κάποιοι μίλησαν -ερμηνεύοντας το φαινόμενο- για το ότι δεν υπήρξε ακμαία αστική τάξη στην Ελλάδα που θα μπορούσε να προσφέρει υλικό για πλατειές, μεγάλες, αφηγήσεις. Δε μου φαίνεται πειστική ερμηνεία. Λογοτεχνία και πλατειά αφήγηση μπορεί να υπάρξει παντού.

Ίσως οι λόγοι είναι εσωτερικότεροι και σχετίζονται με το πλησίασμα της μικρής αφήγησης του διηγήματος προς την ποίηση, που η παρουσία της στην Ελλάδα ήταν, είναι και ελπίζω να είναι πάντα, άξονας της λογοτεχνίας και των αισθημάτων μας. Στη δική μου περίπτωση, η ανάγκη τής κάπως μεγαλύτερης αφήγησης καλύπτεται από τις ταινίες μου, που είναι κάτι μεταξύ δοκιμίων, μυθιστορήματος ή σύνθεσης μικρών διηγημάτων που προστιθέμενα δημιουργούν το φιλμικό κείμενο».

Η παράδοση και ο Θεόφιλος

«Διαβάζοντας τα βιβλία σας, αλλά και βλέποντας τις ταινίες σας, διακρίνω την έμφαση που δίνετε στο θέμα της παράδοσης και των στοιχείων αυτής, που μας χαρακτηρίζουν και παραμένουν ή πρέπει να παραμένουν ζωντανά. Κάνω λάθος;
«Όταν ήμουν νέος, πίστευα πως αρκεί να παραδοθείς ολόψυχα στις αρχές και τις αξίες της παράδοσης για να σώσεις την ψυχή σου και να υπάρξει ισορροπία στο καλλιτεχνικό σου έργο. Με τον καιρό κατάλαβα πως η αναπαραγωγή απλώς της παράδοσης, συνήθως είναι στείρα και κατάλληλη για γιορτές και πανηγύρεις εθνικών επετείων και σχολικών εορτών. Κάποιες φορές, βέβαια, κι αυτά έχουν κάποια συγκίνηση, ιδίως όταν ένας ταλαντούχος δάσκαλος αποκαλύψει στα παιδιά, που παίζουν και απαγγέλλουν, την ποίηση των κειμένων. Για το σύγχρονο καλλιτέχνη, όμως, η σχέση με την παράδοση περνάει μέσα από τη νεωτερική έκφραση. Πρέπει δηλαδή να εκφράσεις με σύγχρονες φόρμες τη σχέση σου με το παραδοσιακό παρελθόν. Να κάνεις τη δική σου καινούργια σύνθεση, που ανανεώνει το πώς βλέπουμε τις παλαιότερες αξίες. Αυτό το έκανε με υψηλή ποιότητα η γενιά τού ’30, που θαύμαζε τους αρχαίους, τον Ερωτόκριτο, το Θεόφιλο ή το Μακρυγιάννη, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως, πολύ καλά, τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό του καιρού τους».

Ο Θεόφιλος για σας που τον μελετήσατε τόσο πολύ, τι είναι εκτός από λαϊκός ζωγράφος;
«Ο Θεόφιλος φυσικά δεν ήταν απλώς ένας λαϊκός ζωγράφος. Υπήρξε ζωγράφος με την έννοια του προσωπικού δημιουργού που το έργο του είναι γεμάτο από νεωτερικά στοιχεία της ζωγραφικής τέχνης, όπως εκφράστηκαν από σπουδαίους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Έκανε στο έργο του μία μεγαλειώδη προσωπική σύνθεση του μυθικού, ιστορικού και νεοελληνικού χρόνου, σε μια εποχή που η Ελλάδα έμοιαζε να “ξεχνάει” και να αλλάζει προσανατολισμό. Επανέφερε τη ρίζα του τόπου και τέντωνε το κορμί του να ξαναζήσει τα ηρωικά χρόνια. Επιπλέον, δίδαξε το μεγάλο μάθημα για κάθε καλλιτέχνη. Φορούσε δηλαδή το ένδυμα των ηρώων που ζωγράφιζε, πράγμα που σημαίνει πως ό,τι απεικονίζει στο έργο του, τον εκφράζει, το ενδύεται, συμβολικά και πραγματικά, σα να είναι κι αυτός μέσα στις ζωγραφιές του. Και κάτι προσωπικό: όταν βλέπω τις ζωγραφιές του, είναι σα να μυρίζω το χώμα του νησιού».

Πώς βλέπετε τα κυλάνε τα πράγματα αυτά τα χρόνια της ασφυκτικής κρίσης;
«Βρεθήκαμε σχεδόν ξαφνικά στην μπόρα γυμνοί και ανυπόδητοι. Απροετοίμαστοι. Αφού πρώτα διαλύσαμε το κράτος διεκδικώντας μια πλαστή ευημερία που δε μας ταίριαζε. Ξεκόψαμε από την αυστηρότητα και το μέτρο της ζωής μας, που στήριξαν αυτό τον τόπο και έκαναν τους ανθρώπους να μπορούν να κουμαντάρουν τα του οίκου τους.

Κάτι άλλαξε στον ψυχισμό των Ελλήνων, που θεώρησαν πως όλα τούς ανήκουν, πως η πατρίδα τους είναι μία παχιά αγελάδα που μπορείς να την αρμέξεις μέχρι θανάτου. Αυτή ήταν η ιδεολογία της μεταπολίτευσης, που τροφοδοτήθηκε -νομιμοποιήθηκε, θα έλεγα- από το πολιτικό σύστημα που εγγενές του στοιχείο είναι να υπόσχεσαι και αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, να χαϊδεύεις τα αυτιά, να κολακεύεις, να δημιουργείς κομματικούς στρατούς έτοιμους να χιμήξουν στην εξουσία.

Τελειώνοντας, θέλω να πω πως το δυσεπίλυτο οικονομικό πρόβλημα σχετίζεται με την αυτοσυνειδησία και αλλαγή της ζωής μας· προς την κατεύθυνση της αλήθειας, της αλληλεγγύης, της αξιοκρατίας και της ουσιαστικής φιλοπατρίας».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey