O χρόνος διαφύλαξης τους

Θεώρηση συμφωνητικών μεταξύ επιτηδευματιών

09/07/2014 - 23:15

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 16, του άρθρου 8, του Ν. 1882/1990, «Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιοδήποτε συναλλαγή θεωρούνται … από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα». Όμως με την υπ’ αριθμ. 1638/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε, ότι τα συμφωνητικά που υπογράφονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων είναι ισχυρά και νόμιμα, ακόμα και αν δεν υποβληθούν για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Ουσιαστικά, η απόφαση αυτή περιόρισε την ισχύ των συμφωνητικών αυτών μόνο έναντι της Φορολογικής Αρχής, εφόσον δε θεωρηθούν,χωρίς να επηρεάζει το κύρος τους έναντι των συμβαλλομένων ιδιωτών.

του Παναγιώτη Ψαριανού Οικονομολόγου και Προέδρου της εταιρείας Γραφείο Ψαριανού Ελεγκτές Σύμβουλοι Επιχειρήσεων – Ελληνική Λογιστική Εταιρεία Α.Ε.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 16, του άρθρου 8, του Ν. 1882/1990, «Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιοδήποτε συναλλαγή θεωρούνται … από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα».

Όμως με την υπ’ αριθμ. 1638/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε, ότι τα συμφωνητικά που υπογράφονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων είναι ισχυρά και νόμιμα, ακόμα και αν δεν υποβληθούν για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Ουσιαστικά, η απόφαση αυτή περιόρισε την ισχύ των συμφωνητικών αυτών μόνο έναντι της Φορολογικής Αρχής, εφόσον δε θεωρηθούν,χωρίς να επηρεάζει το κύρος τους έναντι των συμβαλλομένων ιδιωτών.

Σύμφωνα με σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου, η φορολογική διάταξη που καθιέρωνε τη θεώρηση των συμφωνητικών από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αποσκοπούσε στη περιστολή τη φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα «…να μη διαφεύγουν εισοδήματα από την φορολογία με την κατασκευή εκ των υστέρων ανακριβών φορολογικών στοιχείων και συνακόλουθα να διαπιστώνεται η φοροδοτική ικανότητα και να επιβάλλεται το προσήκον φορολογικό βάρος».

Αργότερα, με το άρθρο 8, του Ν. 2386/1996 και με το άρθρο 27, του Ν. 2682/1999, τέθηκαν ορισμένες εξαιρέσεις θεώρησης συμφωνητικών μεταξύ επιτηδευματιών που καταρτίζονται με το Δημόσιο, τις Τράπεζες, τους Οργανισμούς, τις επιχειρήσεις του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, τους Δήμους και τις Κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και τις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 1665/1986.

Επίσης, με την Α.Υ.Ο. 1065606/7222/ΔΕ-Β/18.7.2000 εξαιρέθηκαν και οι χρηματιστηριακές εταιρίες από την υποχρέωση θεώρησης των συμφωνητικών τους με πελάτες, που αφορούν πράξεις που σχετίζονται με τις μετοχές του Χ.Α.Α.

Παράλληλα όμως, με τη απόφαση αυτή, διαφοροποιήθηκε ο τρόπος υποβολής των οποιωνδήποτε συμφωνητικών καταρτίζουν οι υπόχρεοι, και τα βασικά τους στοιχεία καταχωρούνται σε τριμηνιαίες καταστάσεις, οι οποίες υποβάλλονται έως την 20η ημέρα των μηνών Ιανουαρίου, Απριλίου, Ιουλίου και Οκτωβρίου εκάστου έτους, και περιλαμβάνουν τα συμφωνητικά που καταρτίστηκαν το αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο. Οι καταστάσεις αυτές υποβάλλονται από κάθε συμβαλλόμενο επιτηδευματία για θεώρηση στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματός του Δ.Ο.Υ. και ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 (έχει αντικατασταθεί με το Ν. 4174/2013) σχετικά με το χρόνο και τον τόπο φύλαξής τους (πέντε έτη  

Ο προαναφερόμενος τρόπος υποβολής και θεώρησης ισχύει για όλα τα συμφωνητικά, πλην των μισθωτηρίων συμβολαίων άνω των 100 € ανά μήνα (Ν.2238/1994, Άρθρο 77, παρ. 1), των εργολαβικών συμφωνητικών για εργολαβίες ή υπεργολαβίες εκτέλεσης τεχνικών έργων των οποίων το κόστος υπερβαίνει τις 6.000 ευρώ (Ν.820/1978 άρθρο 19 και ΠΟΛ.1122/2002),καθώς και των συμφωνητικών για εκδηλώσεις σωματείων, συλλόγων, ιδρυμάτων κ.τ.λ., καθώς και των συμφωνητικών των τραγουδιστών και αθλητών για κάθε σύμβαση μίσθωσης (Ν.2238/94 άρθρο 82, παρ.8).

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει η θεσμοθέτηση της υποχρέωσης  υποβολής θεώρησης των συμφωνητικών ή των καταστάσεων που αναφέρονται αυτά για την παραγωγή έννομου αποτελέσματος, αλλά και για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Και το μεν έννομο αποτέλεσμα αφορά αποκλειστικά τις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις η δε περιστολή της φοροδιαφυγής αποκλειστικά το Δημόσιο. Άρα, αν περιορίσουμε το θέμα στο πεδίο καταστολής της φοροδιαφυγής, οι λοιπές διατάξεις περί συμφωνητικών ουδόλως ενδιαφέρουν την Εφορία, παρά μόνο τους συμβαλλομένους. Αυτό σημαίνει ότι, αν ένα καταρτισθέν συμφωνητικό δεν συμπεριληφθεί στην υποβαλλόμενη για θεώρηση κατάσταση και, ως εκ τούτου, δεν κοινοποιηθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., θεωρείται από το Δημόσιο ως να μην υπάρχει και, κατ’ ακολουθία, δεν ισχύουν και οι αντίστοιχες διατάξεις περί του τόπου και χρόνου φύλαξης των Βιβλίων, των Στοιχείων και των λοιπών δικαιολογητικών των εγγραφών.

Εδώ γεννάται το θέμα των φορολογικών επιπτώσεων κατά την ύπαρξη καταρτισθέντων (υπογραμμένων) συμφωνητικών, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων στην τριμηνιαία κατάσταση και μη υποβαλλομένων, μέσω της κατάστασης αυτής, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ..

Σύμφωνα με την παρ. 1, του άρθρου 54, του Ν. 4174/2013, «Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στο φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του:

α) δεν υποβάλλει η υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου, …». 

Και σύμφωνα με την παρ. 2, του άρθρου 54, του προαναφερθέντος Ν. 4174/2013, «Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1, …».

Και, επίσης, στην παρ. 3, του ίδιου νόμου αναφέρεται, ότι «Σε περίπτωση υποτροπής της ίδιας παράβασης εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο του αρχικού προστίμου. Σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο τετραπλάσιο του αρχικού προστίμου».

Άρα, για κάθε μη υποβαλλόμενη ή εκπρόθεσμα υποβαλλόμενη, κατάσταση συμφωνητικών (πληροφοριακού χαρακτήρα) επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ και εφόσον υπάρξει πρώτη υποτροπή μέσα σε πέντε χρόνια αυτό διπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής στο ίδιο χρονικό διάστημα των πέντε ετών. Δηλαδή, αν δεν υποβληθούν καταστάσεις   συμφωνητικών π.χ. για κάθε τρίμηνο του έτους, τότε το πρόστιμο ανέρχεται σε τετρακόσια (400) ευρώ για την περίοδο αυτή.

Περιττό να τονίσουμε, ότι οι σχετικές διατάξεις για τα πρόστιμα του Ν. 2523/ 1997, όπως κωδικοποιήθηκε με το Ν. 3943/2011(31-3-2011), περί Διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία, μετά τη ψήφιση του Ν. 4174/2013, δεν ισχύουν.

Τώρα, σχετικά με το θέμα της φοροδιαφυγής, το Υπουργείο Οικονομικών, με διάφορες διατάξεις προσδιόρισε τα πλαίσιο αναγνώρισης των δαπανών, για την,  όσον το δυνατόν, ακριβή εξαγωγή του οικονομικού αποτελέσματος των επιχειρήσεων.

Συγκεκριμένα, στην παρ. 1, του άρθρου 2, του Ν. 4093/12-11-2012 (που κατάργησε το Π.Δ. 186/1992 – Κ.Β.Σ.), αναφέρεται: «Από την απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία και από τα στοιχεία πρέπει να προκύπτουν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία των καταχωρήσεων και να υποστηρίζονται αυτές, ώστε να είναι ευχερής η αναλυτική πληροφόρηση και εφικτή η επαλήθευση αυτών από το φορολογικό έλεγχο, για τις ανάγκες όλων των φορολογικών αντικειμένων».

Στην παρ. 3, του άρθρου 2, του ίδιου νόμου αναφέρεται: «Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή σε δημόσια ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία». Σημειωτέον, ότι αυτή η διάταξη είναι εναρμονισμένη με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (υπόθεση C-85/95/5-12-1996), που αναφέρει, ότι οι Φορολογικές Αρχές, προκειμένου να υπολογίσουν το φόρο, πρέπει να δέχονται ακόμα και αντίγραφο τιμολογίου ή κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, βάσει του οποίου να αποδεικνύεται η πραγματοποιηθείσα συναλλαγή.

Επίσης, στην παρ. 14, του άρθρου 31, του Ν. 2238/1994, αναφέρεται, ότι « Οι εκπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων ενεργούνται με την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτών έχουν αναγραφεί στα βιβλία της επιχείρησης». Βέβαια, στο ίδιο άρθρο περιγράφονται αναλυτικά και οι εκπιπτόμενες δαπάνες.

Ακόμα, στην παρ. 1.103 του ΕΓΛΣ αναφέρεται, ότι «Για την ενημέρωση των λογαριασμών ισχύει η βασική αρχή της υπάρξεως παραστατικού (δικαιολογητικού), δηλαδή αποδεικτικού πραγματοποιήσεως του εξόδου, της εισπράξεως ή πληρωμής, όπως π.χ. τιμολογίου, πιστωτικού σημειώματος, δελτίου λιανικής πωλήσεως, αποδείξεως παροχής υπηρεσιών ή αποδείξεως επαγγελματικής δαπάνης, που προβλέπεται σε κάθε περίπτωση.

Με βάση τα δικαιολογητικά αυτά λογιστικοποιούνται τα έξοδα και τα έσοδα…».

Παράλληλα, στην Εγκ. 1055500/4600/009Α’/ΠΟΛ. 1165/26-7-1990, για την κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του Ν. 1882/1990, και συγκεκριμένα στην παρ. 16, του άρθρου 8, αναφέρεται ότι, « …συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή πρέπει να θεωρηθούν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. …, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν παράγουν έννομο αποτέλεσμα. …. Σκοπός της διάταξης είναι να διασφαλισθεί για κάθε συναλλαγή η έκδοση του προβλεπόμενου στοιχείου από τον Κ.Β.Σ. …».

Παρόλα αυτά, και παρά τη σαφήνεια πλείστων διατάξεων, το Υπουργείο Οικονομικών, σε πολλές περιπτώσεις, εφάρμοσε λάθος το νόμο και απέρριψε δαπάνες, για τις οποίες δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα συμφωνητικά και δεν είχαν κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. . - Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, ότι αν ανέκυπτε θέμα κατά το φορολογικό έλεγχο, για την διευθέτησή του, τα συμφωνητικά καταθέτονταν εκπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., με το ανάλογο πρόστιμο -. Όμως, τις ενέργειες του Υπουργείου Οικονομικών ανέτρεψαν δεκάδες δικαστικές αποφάσεις, όλων των βαθμίδων, οι οποίες αναγνώριζαν τις δαπάνες των επιχειρήσεων, εφόσον πληρούσαν τις άλλες προϋποθέσεις του νόμου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη συμφωνητικών. Και αναφερόμαστε σε μία μόνο από αυτές τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε., την υπ’ αριθμ. 806/1998, που αναφέρει ότι «… ο οικονομικός έφορος υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα ή οικονομικά αποτελέσματα που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία, εφόσον τα βιβλία και στοιχεία αυτά κρίνονται επαρκή και ακριβή. … Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν ο επιτηδευματίας τηρεί προσηκόντως όλα τα βιβλία και στοιχεία που απαιτεί ο Κ.Β.Σ., η φορολογική αρχή είναι υποχρεωμένη να δέχεται τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτά, … . Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η απόρριψη των ανωτέρω κονδυλίων από την φορολογική αρχή δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε, διότι, κατά το διοικητικό εφετείο, στοιχεία ικανά να στηρίξουν αμφισβήτηση του περιεχομένου των εγγραφών στα βιβλία του φορολογουμένου είναι μόνο τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την ανακρίβεια των εγγραφών και τα οποία πρέπει, ειδικότερα, να έχουν αποδεικτική αξία καταλυτική των εγγραφών αυτών. …». Και συνεχίζει η απόφαση του Σ.τ.Ε., στη περίπτ. 12: «Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι μη νομίμως προσετέθη ως λογιστική διαφορά στα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης ποσό …, αφορών αμοιβή …τεχνικού συμβούλου, διότι η έλλειψη συμβατικής υποχρεώσεως για την καταβολή του δεν αποτελεί νόμιμο λόγο απορρίψεως της σχετικής δαπάνης. …».

Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σταθούμε και στις ισχύουσες διατάξεις, και ειδικά στην παρ. 18, του άρθρου 6, του Ν. 4093/12-11-2012, όπου αναφέρεται: «Ως στοιχεία που επέχουν θέση τιμολογίου γίνονται δεκτά όλα τα έγγραφα ή μηνύματα σε χαρτί ή με ηλεκτρονική μορφή, τα οποία πληρούν τους όρους που καθορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου». Και φυσικά, στο άρθρο 22, του 4172/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σχετικά με τις εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, όπου αναφέρεται συγκεκριμένα: «Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες: α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση, γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιοληγητικά». Και στο άρθρο 23, του ίδιου Ν. 4172/2013, αναφέρεται: «Οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν: …. β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής».

Σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 28, του Ν. 4172/2038, για τη μέθοδο προσδιορισμού των εσόδων, «Το εισόδημα … προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου … στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν το λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα ή

β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ή

γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση …».

Και εδώ, είναι ηλίου φαεινότερο, ότι το φορολογητέο εισόδημα προσδιορίζεται, όχι μόνο από τα προβλεπόμενα δια νόμου στοιχεία, αλλά και με κάθε άλλο διαθέσιμο στοιχείο. Και μόνο όταν ο προσδιορισμός αυτός είναι αδύνατος, τότε, και μόνο τότε, η Φορολογική Αρχή προβαίνει σε έμμεσο προσδιορισμό του εισοδήματος.

Αυτές οι διατάξεις, άλλωστε, προσιδιάζουν και συμβαδίζουν και με τις, απείρως αυστηρότερες, διατάξεις του άρθρου 30, του καταργηθέντος Π.Δ. 186/1992, όπου και το γράμμα, αλλά και το πνεύμα του νομοθέτη, συγκλίνουν στην προαναφερόμενη άποψη.

Συγκεκριμένα, στην παρ. 1, αναφέρεται: « … το κύρος και η αξιοπιστία των βιβλίων και στοιχείων του Κώδικα αυτού δε θίγεται από τη διαπίστωση παρατυπιών ή παραλείψεων σ’ αυτά και ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά, … . Οι κατά τ’ ανωτέρω παρατυπίες ή παραλείψεις επισύρουν εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης, μόνο οικονομικές και διοικητικές κυρώσεις ανάλογες με το είδος και την έκτασή τους, σε συνάρτηση με τα οικονομικά μεγέθη που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία».  

Στην παρ. 2, του ίδιου άρθρου, αναφέρεται: «Τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανεπαρκή και ανακριβή και συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, μόνο εφόσον τούτο προβλέπεται από τις  επόμενες παραγράφους 3, 4, 6 και 7.

Στην παρ.3, του ίδιου άρθρου, αναφέρονται οι περιπτώσεις που προκαλούν ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων και αφορούν στη μη τήρηση και μη διαφύλαξη σημαντικών βιβλίων, στη μη έκδοση και μη διαφύλαξη στοιχείων και  στην έκδοση εικονικών τιμολογίων. Και προσθέτει: «Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής τότε μόνο συνιστούν ανεπάρκεια, όταν δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή όταν καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή το λογιστικό έλεγχο … . Δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία ελέγχου οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε διαπιστωθείσες πλημμέλειες στα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία … όταν καλύπτονται από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, το οποία παρέχονται στο φορολογικό έλεγχο …, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα, ώστε να είναι δυνατές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και επαληθεύνονται αυτά από τα βιβλία και στοιχεία. Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη». 

Στην παρ.4, του ίδιου άρθρου, αναφέρονται οι περιπτώσεις που προκαλούν ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων και αφορούν στην μη εμφάνιση ή ανακριβή εμφάνιση ή εμφάνιση μη πραγματοποιηθέντων εσόδων και εξόδων, στη μη καταχώρηση ή ανακριβή καταχώρηση αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών, στην έκδοση εικονικών ή πλαστών στοιχείων, στη μη τήρηση ή μη διαφύλαξη των πρόσθετων βιβλίων, στη μη τήρηση ή μη διαφύλαξη του γενικού – αναλυτικών καθολικών, τα θεωρημένα ημερολόγια και τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς εγγραφές. Και αναφέρει, και εδώ, συγκεκριμένα: «Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής , για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων. …».

Με τι προαναφερόμενες διατάξεις γίνεται απόλυτα σαφές, ότι, η παράλειψη υποβολής και θεώρησης συμφωνητικών, ούτε κατά διάνοια, δε θίγει το κύρος των βιβλίων και των στοιχείων μια επιχείρησης.

Άρα, ουσιαστικά, οι επιπτώσεις από τη μη υποβολή των συμφωνητικών ή μη κοινοποίηση των καταστάσεων των συμφωνητικών, για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., επιφέρουν ένα απλό πρόστιμο, όπως περιγράφεται, του Κ.Φ.Α.Σ. .

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey