Η Μυτιλήνη του Μίμη

Βόρης και Ζήνα Φεδέρωφ*

07/09/2012 - 16:04

Ο Βόρης Φεδέρωφ ήταν σχετικά πρόσφατη γνωριμία μας. Τον γνωρίσαμε το χειμώνα τού ‘42, όταν ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου να μάθουμε ρωσικά. Εγώ από τον καιρό της Σάμου, όταν η κυρία Άννα, η σπιτονοικοκυρά μας, μου γνώρισε την Εσπεράντο, είχα μανία με τις ξένες γλώσσες και τα ξένα αλφάβητα.

Ο Βόρης Φεδέρωφ ήταν σχετικά πρόσφατη γνωριμία μας. Τον γνωρίσαμε το χειμώνα τού ‘42, όταν ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου να μάθουμε ρωσικά. Εγώ από τον καιρό της Σάμου, όταν η κυρία Άννα, η σπιτονοικοκυρά μας, μου γνώρισε την Εσπεράντο, είχα μανία με τις ξένες γλώσσες και τα ξένα αλφάβητα. Τα τελευταία τα ψάρευα από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, που είχε ο θείος Αντρέας, και από τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, που είχε ο κύριος Δουκαρέλλης (συνάδελφος του πατέρα μου στην Τράπεζα) και τις οποίες ξεφύλλιζα ταχτικά στο πλαίσιο των «εργασιών» που μας έβαζε ο Μίλτης. Έτσι είχα μάθει το εβραϊκό, το αραβικό, το αρμενικό, το ρουνικό και τέλος το ρωσικό αλφάβητο και μάλιστα όχι μόνο αυτό, αλλά και τα λοιπά σλαβικά και τους προγόνους τους, το γλαγολικό και το κυριλλικό, χωρίς να με τρομάζει το γεγονός ότι είχαν κατά μέσον όρο 36 γράμματα.

Ο πατέρας μου με πείραζε καμμιά φορά, πως ήμουν «συλλέκτης αχρήστων γνώσεων», αλλά τελικά μας χρησίμεψαν σε κάτι.

Το καλοκαίρι τού ‘42, το τελευταίο που πέρασα στη Μόρια, στου παππού μου το σπίτι, ανακάλυψα ένα βιβλίο γραμμένο με το ρωσικό αλφάβητο. Ο παππούς μου δε θυμόταν, στην αρχή, πώς βρέθηκε στα χέρια του, αργότερα όμως μου είπε πως ήταν του φίλου του, του κυρ-Ιγνάτη του Αμανετζή, που μιλούσε φαρσί τα ρούσικα. Το βιβλίο ήταν εικονογραφημένο και είχε τίτλο «ΠΟΥΤΕΒΟΝΤΙΤΕΛ». Αποδείχτηκε πως ήταν ρωσικός τουριστικός οδηγός του Αιγαίου και της Ελλάδας. Αυτό ήταν το πρώτο «αναγνωστικό» μας, που συμπληρώθηκε με μια πανάρχαιη (εκδόσεως του 1879) μέθοδο της ρωσικής «άνευ διδασκάλου» κατά το σύστημα Ολενδόρφου, που μας βρήκε ο Μίλτης.

Αλλά και πάλι δεν προχωρούσαμε. Τότε κάποιος μας σύστησε τον Φεδέρωφ, που κολακεύτηκε και χάρηκε σαν έμαθε πως δυο Έλληνες θέλανε να μάθουν τη γλώσσα του και μας στάθηκε υποδειγματικός δάσκαλος.

Μολονότι μηχανικός (γεφυροποιός) κατ’ επάγγελμα, ήταν πολύ μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, γνήσιος εκπρόσωπος της ρωσικής ιντελιγκέντσιας. Εκπληκτική ήταν η φιλολογική του κατάρτιση. Δεν ήξερε μόνο τους κανόνες της ρωσικής γραμματικής και σύνταξης, αλλά και άπειρα ποιήματα του Πούσκιν, του Λέρμοντωφ, του Μερεζκόφσκι, του Τιούτσεφ, του Νεκράσωφ και πολλών άλλων. Για πολλά ήξερε και την ιστορία τους. Φερ’ ειπείν για το ποίημα του Λέρμοντωφ «Ντέρεβνια» μας είπε πως γράφτηκε σα διαμαρτυρία για το φόνο (δολοφονία σωστότερα) του Πούσκιν σε μια στημένη μονομαχία με το Γάλλο τυχοδιώκτη Νταντές και ήταν η αφορμή που ο ποιητής εξορίστηκε στον Καύκασο, όπου έγραψε το περίφημο μυθιστόρημά του «Ένας ήρωας της εποχής μας».

Όπως ήταν επόμενο, μεταξύ του πατέρα μου και του Φεδέρωφ αναπτύχθηκε μεγάλη φιλία, που επεκτάθηκε και στις αντίστοιχες οικογένειες.

Η Ζήνα ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια στην πόλη μας. Ψηλή, καστανή, με πολύ ωραία μάτια και ένα μεταδοτικό γέλιο, ταίριασε από την αρχή μαζί μου. Μου άρεσε πολύ η παρέα της. Αν ήταν μικρότερή μου ή έστω συνομήλική μου, σίγουρα θα την είχα ερωτευθεί. Ήταν όμως δυο ή τρία χρόνια πιο μεγάλη και, δεν ξέρω γιατί, η διαφορά αυτή φάνηκε τότε, και στους δυο μας, αξεπέραστο εμπόδιο για να μεταμορφωθεί η θερμή φιλία μας σε έρωτα. Ήμασταν άλλωστε κι οι δύο πολύ ντροπαλοί. Θυμάμαι μια φορά στο σπίτι μας, που ο πατέρας μου μας διάβαζε δυνατά τούς «Μποέμ» του Μυρζέ, στη θαυμάσια μετάφραση του Ροΐδη, όταν ακούσαμε τη φράση «[...] ο Σωνάρ έλαβε το ένθεον ύφος θνητού ετοιμαζομένου να προβεί εις συνουσίαν μετά της Μούσης [...]», αυθόρμητα κοιταχτήκαμε με τη Ζήνα και κοκκινίσαμε κι οι δυο σαν παντζάρια.

Μιαν άλλη μέρα, που είχε έρθει σπίτι μας και κουβεντιάσαμε πολλήν ώρα, σαν έφυγε βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί, που φαίνεται πως της έπεσε από την τσάντα της. Το άνοιξα κι είδα πως ήταν ένα μικρό ποίημα, μάλλον άτεχνο, που μιλούσε με πολλήν αγάπη γι’ αυτήν και η ακροστιχίδα σχημάτιζε τη λέξη ΖΗΝΟΥΛΑ. Στ’ αλήθεια αισθάνθηκα κάτι σα ζήλια. Στην επομένη συνάντησή μας, όταν της το έδωσα, γέλασε και μου ‘πε πως της το είχε γράψει μια συμμαθήτριά της.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey